Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

.

.
Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.
Μέσα απ΄αυτές τις σελίδες που ακoλουθούν θέλω να μάθει όλος ο κόσμος για Τους Αγίους, τις Εκκλησιές και τα Μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Μπορείτε να μου στείλετε την Ιστορία του Ναού σας ή του Μοναστηρίου σας όπως και κάποιου τοπικού Αγίου/ας της περιοχής σας nikolaos921@yahoo.gr

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης
κάνετε κλικ στην φωτογραφία

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Ενημερωτικό Δελτίο της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων.



Ενημερωτικό Δελτίο της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων
1.  Ευχές του ΔΣ της ΠΕΘ προς τους Θεολόγους για το Νέο Έτος 2016.

2.  Ερωτηματολόγιο αναγκών/επιθυμιών επιμόρφωσης.
3.  Η θέση της Ιεράς Συνόδου για το μάθημα των Θρησκευτικών.
4. Δελτίο Τύπου της ΠΕΘ για την απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για το μάθημα των Θρησκευτικών.
5.  Δελτίο Τύπου της ΠΕΘ για λανθασμένη είδηση που μεταδόθηκε από ηλεκτρονικό ΜΜΕ.
6. Δελτίο Τύπου της ΠΕΘ για ανάρμοστη και προσβλητική, για την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανακοίνωση του Υπουργού Παιδείας κ. Νικολάου Φίλη.
7. Ανοιχτή Επιστολή – Καταγγελία της ΠΕΘ για επιμόρφωση δασκάλων και Θεολόγων σε μη ισχύον Πρόγραμμα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών.
8. Η Εισήγηση του προέδρου της ΠΕΘ κ. Κωνσταντίνου Σπαλιώρα στην ειδική Συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (12-01-2016), για το Μάθημα των Θρησκευτικών.
9. Γνωμοδότηση επί ερωτημάτων σχετικών με το μάθημα των θρησκευτικών των κ.κ. Γεωργίου Η. Κρίππα, Παναγιώτη Ι. Δροσίτη, Αποστόλου Φ. Βλάχου προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμον, Πρόεδρον και άπαντες τους Ιεράρχες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος.
10. Η εισήγηση του Mητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου για το μάθημα των Θρησκευτικών στη συνεδρίαση της ΔΙΣ(12/1/2016).
***
Το ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων,
εύχεται ολόψυχα σε όλα τα στελέχη και τους συναδέλφους καθηγητές
της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης καθώς και στους οικείους τους
ευλογημένο και δημιουργικό  το Νέο Έτος 2016.
Με τιμή
Για το ΔΣ της ΠΕΘ
      Ο Πρόεδρος                                           Ο Γενικός Γραμματέας
Κωνσταντίνος Σπαλιώρας                               Παναγιώτης Τσαγκάρης
Δρ Θεολογίας                                               Mr Θεολογίας
***
Επιμορφωτικό Πρόγραμμα Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ)
Ερωτηματολόγιο αναγκών/επιθυμιών επιμόρφωσης
Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2015
Αριθμ. Πρωτ. 235
Προς
Τους Θεολόγους Καθηγητές των σχολείων της Ελλάδας
Θέμα : Επιμορφωτικό Πρόγραμμα Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ)
                             Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Στο πλαίσιο της φιλοσοφίας για συνεχή επαγγελματική βελτίωση και ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) σχεδιάζει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα επιμόρφωσης, σε θέματα διδακτικής μεθοδολογίας, διαχείρισης της τάξης και αξιολόγησης μαθητών. Ως αφετηρία των δράσεών της, η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων θεωρεί αυτή την επικοινωνία με τους εκπαιδευτικούς αναγκαία, ώστε η στόχευση των παιδαγωγικών της προτάσεων να οδηγεί στην ανανέωση και τη μέγιστη αποτελεσματικότητα.
Τα μαθήματα θα γίνονται είτε μέσω του Διαδικτύου (elearning) για να συμμετέχουν και συνάδελφοι που διαμένουν στην επαρχία, είτε στους χώρους της Ένωσής μας, είτε σε άλλους χώρους που θα επιλεγούν ειδικά για τους σκοπούς της επιμόρφωσης. Οι προτάσεις μας καλύπτουν ένα ευρύ πεδίο ενδιαφερόντων και αναγκών, τα οποία θα ανταποκριθούν στις ανάγκες που εσείς θα δηλώσετε. Γι΄ αυτόν τον λόγο σας στέλνουμε ένα διαγνωστικό ερωτηματολόγιο αναγκών και επιθυμιών επιμόρφωσης.
Τα επιμορφωτικά προγράμματα που θα λειτουργήσουν απευθύνονται σε εκπαιδευτικούς Δευτεροβάθμιας και Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και δεν είναι απαραίτητο να υπηρετεί κάποιος σε σχολείο, προκειμένου να τα παρακολουθήσει. Σε επόμενη φάση, οι εφαρμογές που θα γίνουν σε σχολικές τάξεις, με τη συγκατάθεση των συναδέλφων, προβλέπεται να κοινοποιηθούν στην ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα ως παραδείγματα καλή πρακτικής και να παρουσιαστούν σε σχετικές ημερίδες και συνέδρια.
Προκειμένου να καταρτίσουμε το πρόγραμμα επιμόρφωσης που θα ανταποκρίνεται σε όσα εσείς επιθυμείτε, παρακαλούμε να συμπληρώσετε το σχετικό ερωτηματολόγιο, μέχρι 1 Φεβρουαρίου, στον σύνδεσμο: http://www.surveygizmo.com/s3/2496851/
Αναμένουμε την ανταπόκρισή σας και ευχόμαστε σε όλους Ευτυχισμένο το Νέο Έτος.
                                                      
Με τιμή
Για το ΔΣ της ΠΕΘ
      Ο Πρόεδρος                                           Ο Γενικός Γραμματέας
Κωνσταντίνος Σπαλιώρας                               Παναγιώτης Τσαγκάρης
Δρ Θεολογίας                                               Mr Θεολογίας
***
Η θέση της Ιεράς Συνόδου για το μάθημα των Θρησκευτικών
Aθήνα 13 Iανουαρίου 2016
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Συνήλθε σήμερα Τετάρτη, 13 Ιανουαρίου 2016, στη δεύτερη Συνεδρία Της για τον μήνα Ιανουάριο, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.
Κατά τη χθεσινή και τη σημερινή Συνεδρία:
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος επικύρωσε τα Πρακτικά της Εξουσιοδοτήσεως.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος συνήλθε στην απογευματινή Συνεδρίασή Της την 12.1.2016 από κοινού με τους Κοσμήτορες και Προέδρους Τμημάτων των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και εκπροσώπους επιστημονικών συλλόγων Θεολόγων, για να συζητήσουν το θέμα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στη Μέση Εκπαίδευση.
Στη Συνεδρίαση εισηγήθηκε το θέμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, ο οποίος επικέντρωσε το ενδιαφέρον στο περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, παρουσίασε τα δύο Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (το ισχύον και το νέο προτεινόμενο Πρόγραμμα), και κατέληξε σε συνθετική πρόταση, ώστε να επικεντρωθεί η προσπάθεια περαιτέρω εμπλουτισμού του τρέχοντος Πρόγραμματος Σπουδών και επ’ αυτού να γίνουν προσθήκες σε επιστημονική βάση, χρησιμοποιώντας χρήσιμα στοιχεία του νέου Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών. Οι παριστάμενοι εκπρόσωποι Θεολογικών Σχολών επαίνεσαν την εισήγηση ως συγκροτημένη και αναλυτική.
Στη σημερινή Συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου έγινε ευρύτατη συζήτηση μεταξύ των Συνοδικών Αρχιερέων επί της πρότασης του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και η Ιερά Σύνοδος την αποδέχθηκε και κατέληξε στα εξής:
1. Η διαδιδόμενη άποψη ότι τα βιβλία του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι κατηχητικά και ομολογιακά είναι εσφαλμένη έως και παραπλανητική. Ο χαρακτήρας των σύγχρονων βιβλίων στην χώρα μας είναι γνωσιολογικός και πολιτιστικός με θρησκειολογική αναφορά. Ήδη η διδασκόμενη ύλη είναι σημαντικά εμπλουτισμένη στις τάξεις του Λυκείου με γνωστικό υλικό για άλλα θρησκεύματα και δόγματα και με ευκαιρίες προβληματισμού για τις θρησκευτικές και ηθικές διαστάσεις σύγχρονων προβλημάτων.
2. Το γεγονός ότι το ισχύον πρόγραμμα σπουδών κυριαρχείται από την παροχή γνώσεων γύρω από την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση του τόπου δεν το μετατρέπει από μάθημα θρησκευτικής μόρφωσης σε διαδικασία προσηλυτισμού των μη ορθοδόξων μαθητών ή κατηχήσεως των ορθοδόξων μαθητών, ούτε απευθύνεται αποκλειστικά στους τελευταίους. Κατ’ ανάγκην η διδακτέα ύλη πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τα τοπικά, ιστορικά, θρησκευτικά και πληθυσμιακά συμφραζόμενα της ελληνικής σχολικής τάξης και τον στόχο της ομαλής ένταξης του μαθητή στην ελληνική κοινωνία, που κατά πλειοψηφία ασπάζεται το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα. Ισχυρισμοί περί δήθεν ομολογιακού χαρακτήρος εκκινούν από αρνητική προϊδέαση για το μάθημα και τον ρόλο των εκπαιδευτικών, επιστημόνων θεολόγων, ως φορέων δήθεν θρησκευτικού μισσιοναρισμού στο ελληνικό σχολείο.
3. Παλαιές και πρόσφατες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων, που ερμηνεύουν το Σύνταγμα, αποφαίνονται ομόφωνα υπέρ της υποχρεωτικής διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών με κύρια βάση την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και με δικαίωμα απαλλαγής για όσους δεν είναι ορθόδοξοι χριστιανοί. Παράλληλα, όπως έχει εξηγήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να διέπεται από τις αρχές της αντικειμενικότητας και του πλουραλισμού, οι οποίες δεν παραβιάζονται μόνο και μόνο επειδή το μάθημα αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην κυρίαρχη θρησκευτική παράδοση του οικείου κράτους.
4. Η παρέλευση μερικών ετών από τότε που εγράφησαν τα βιβλία που διδάσκονται στην Μέση Εκπαίδευση δικαιολογεί την επικαιροποίησή τους. Παραμένοντας στην ίδια μεθοδολογία του ισχύοντος Προγράμματος Σπουδών όσον αφορά στην ιστορική οργάνωση της ύλης, είναι δυνατόν να υπάρξουν προσθήκες, οι οποίες διευρύνουν το θρησκειολογικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό πεδίο της ύλης με σκοπό την επαύξηση της μορφωτικής αξίας και συμβολής του στην εκπαίδευση των νέων. Προτείνεται αυτές οι προσθήκες να γίνουν στο τέλος κάθε βιβλίου, ώστε οι μαθητές, των οποίων η πλειοψηφία ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και όσοι μη ορθόδοξοι μαθητές επιθυμούν να αποκτήσουν σφαιρικές γνώσεις για την θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση του τόπου μας, να αποκτήσουν συγκροτημένη εικόνα.
5. Στην εποχή μας που ισχυροποιούνται φονταμενταλιστικές απόψεις άλλων θρησκειών, αντικοινωνικές τάσεις παραθρησκευτικών φαινομένων και επικίνδυνων σεκτών, η διδασκαλία της Ορθοδόξου Θεολογίας, που διακρίνεται για την αγάπη, ανεκτικότητα, ειρηνική διάθεση και είναι απηλλαγμένη από φονταμενταλισμούς και ρατσισμούς, θα βοηθήσει αρκούντως και στην κοινωνική συνοχή. Στο θέμα αυτό δεν πρέπει να επικρατούν οι αγκυλώσεις και προκαταλήψεις του παρελθόντος, διότι το σχολείο και η σχολική κοινότητα δεν είναι χώρος επιβεβαίωσης καμίας πολιτικής συνθηματολογίας, τα σχολικά μαθήματα δεν μπορούν να διαχωρίζονται σε «προοδευτικά» και «συντηρητικά», ούτε επιτρέπεται η διεξαγωγή οποιουδήποτε ατύπου δημοψηφίσματος φρονημάτων στην πλάτη των μαθητών, όπως επιχειρήθηκε με τις υποσχέσεις περί αναιτιολόγητης απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών. Η Ιερά Σύνοδος υιοθέτησε την πρόταση του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου, η οποία έχει ως εξής: «Η πρότασή μου, λοιπόν, είναι να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στο τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών με την δική του θεματική μεθοδολογία, στο οποίο όμως να γίνουν μερικές βελτιώσεις, εντάσσοντάς το στα σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, οπότε να εισαχθούν σε κάθε βιβλίο –όχι σε κάθε μάθημα– μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ανάλογα με την θεματολογία του βιβλίου, αφού όμως δοθεί προτεραιότητα στην ορθόδοξη παράδοση, την οποία ακολουθεί η πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών, αλλά και να χρησιμοποιηθούν ως εφαρμογές και τα καλά στοιχεία του Νέου Προγράμματος Σπουδών».
Η Ιερά Σύνοδος προσκάλεσε τα Μέλη της Επιτροπής Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, τους Σεβ. Μητροπολίτες Περιστερίου κ. Χρυσόστομο, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο προκειμένου να ενημερωθεί για την σύγκληση των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών που θα πραγματοποιηθεί στη Γενεύη από τις 21 έως τις 28 Ιανουαρίου 2016, καθώς και για τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν. Αποφασίστηκε να εκπροσωπήσει τον Μακαριώτατο στην εν λόγω σύγκληση ο Σεβ. Μητροπολίτης Ηλείας κ. Γερμανός συνοδευόμενος από τους Σεβ. Μητροπολίτες Περιστερίου κ. Χρυσόστομο και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο.
Επίσης η Δ.Ι.Σ. ασχολήθηκε με τρέχοντα υπηρεσιακά θέματα.
Εκ της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου
***
Δελτίο Τύπου της ΠΕΘ για την απόφαση
της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
για το μάθημα των Θρησκευτικών
Αθήνα, 14 Ιανουαρίου 2016
Η  Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, σε έκτακτη Συνεδρίασή της στις 12 Ιανουαρίου 2016 καθώς και στην τακτική της Συνεδρίαση, της 13ης Ιανουαρίου 2016, συζήτησε για το ποια θα είναι η θέση της στον διάλογο με την Πολιτεία για το θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων θεωρεί ότι η τελική θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος, για το θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών, όπως αυτή διατυπώθηκε στο Δελτίο Τύπου της 13ης Ιανουαρίου 2016 που εξέδωσε η ΔΙΣ, απηχεί τις απόψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας του θεολογικού κόσμου, διαλύει την παραφιλολογία γύρω από το θέμα και προσανατολίζει προς στην ενδεδειγμένη συνθετική λύση του προβλήματος που ταλανίζει το θεολογικό κόσμο εδώ και τέσσερα χρόνια.
Αξίζει να επισημάνουμε τα εξής χαρακτηριστικά σημεία από την ως άνω ιστορική απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2016 της ΔΙΣ:
1) «Να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στο τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών με την δική του θεματική μεθοδολογία, στο οποίο όμως να γίνουν μερικές βελτιώσεις, εντάσσοντάς το στα σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, οπότε να εισαχθούν σε κάθε βιβλίο –όχι σε κάθε μάθημα– μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ανάλογα με την θεματολογία του βιβλίου, αφού όμως δοθεί προτεραιότητα στην ορθόδοξη παράδοση, την οποία ακολουθεί η πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών, αλλά και να χρησιμοποιηθούν ως εφαρμογές και τα καλά στοιχεία του Νέου Προγράμματος Σπουδών».
2) «Τα σχολικά μαθήματα δεν μπορούν να διαχωρίζονται σε προοδευτικά και συντηρητικά».
3) «Το σχολείο και η σχολική κοινότητα δεν είναι χώρος επιβεβαίωσης καμίας πολιτικής συνθηματολογίας, τα σχολικά μαθήματα δεν μπορούν να διαχωρίζονται σε «προοδευτικά» και «συντηρητικά», ούτε επιτρέπεται η διεξαγωγή οποιουδήποτε άτυπου δημοψηφίσματος φρονημάτων στην πλάτη των μαθητών, όπως επιχειρήθηκε με τις υποσχέσεις περί αναιτιολόγητης απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών».
4) «Παλαιές και πρόσφατες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων, που ερμηνεύουν το Σύνταγμα, αποφαίνονται ομόφωνα υπέρ της υποχρεωτικής διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών με κύρια βάση την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και με δικαίωμα απαλλαγής για όσους δεν είναι ορθόδοξοι χριστιανοί».
H ΠΕΘ επικροτεί τις θέσεις αυτές που διατύπωσε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στη Συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 2016, υιοθετώντας τη σχετική πρόταση που κατέθεσε στη  Συνεδρίαση ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος και τον συγχαίρει θερμά για την εμπεριστατωμένη εισήγηση και πρότασή του. Πρωταρχικά, όμως, εκφράζει την πλήρη ικανοποίηση και τα θερμά συγχαρητήριά της προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και άπαντες τους Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς, μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ενέκριναν την ως άνω Εισήγηση.
***
Δελτίο Τύπου της ΠΕΘ για λανθασμένη είδηση
που μεταδόθηκε από ηλεκτρονικό ΜΜΕ
Αθήνα, 14 Ιανουαρίου 2016
Σε απάντηση της δημοσίευσης του «Ορθοδοξία Info», σχετικά με τις εργασίες της ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος της 12ης Ιανουαρίου 2016, πρέπει να επισημάνουμε πως αλλοιώνονται τα παρακάτω γεγονότα:
1) Ο Πρόεδρος της ΠΕΘ αναφέρθηκε στην εισήγησή του στο Πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών και αντέδρασαν ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και ο πρόεδρος του Καιρού.  Τότε, όντως, υπήρξε παρέμβαση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου που αφορούσε απλώς στη σωστή διαχείριση του χρόνου και όχι σε αυτό που αναφέρει η «Ορθοδοξία info» ότι δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπος είπε : «μην διαβάζει ο πρόεδρος της ΠΕΘ έτοιμο κείμενο αλλά να τοποθετηθεί επί των όσων ακούστηκαν στην αίθουσα». Για την αποκατάσταση της αλήθειας θα πρέπει να αποσυρθεί από τον συντάκτη του άρθρου η φράση αυτή, διότι αποτελεί κατάφορη παραπληροφόρηση, που εμπίπτει στο άρθρο (57) του Αστικού Κώδικα καθώς και προσβολή των αρχών της ΠΕΘ και του προσώπου του προέδρου της, αλλά και παράλληλα και του προσώπου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, αφού έτσι τον παρουσιάζει ελλειμματικό στις δημοκρατικές του ευαισθησίες. Ως εκ τούτου ο εν λόγω συντάκτης οφείλει να παραδεχθεί την παραπληροφόρηση και να αιτηθεί συγγνώμη από τα πρόσωπα που αδίκησε.
2) Σε ό, τι αφορά  στην παρέμβαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Καισαριανής Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ και στην αναφορά του «ακούστηκαν ανακρίβειες και από τις δύο πλευρές», θα μπορούσε να ερωτηθεί ο ίδιος ο Μητροπολίτης από τον συντάκτη της είδησης του «Ορθοδοξία info» σε ποιον απευθυνόταν, διότι, όπως αντιλήφτηκαν οι παρευρισκόμενοι στη Συνεδρίαση της Συνόδου, η πραγματικότητα είναι ότι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανής, δεν είπε, όπως αναφέρει ο συντάκτης: «Ακούστηκαν ανακρίβειες και από τις δύο πλευρές», αλλά απευθυνόμενος στον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης κ. Κωνσταντίνου Μιλτιάδη είπε: «απόψε εδώ ακούστηκαν ανακρίβειες από πολλούς κ. Κωνσταντίνου», συνεχίζοντας μετά με αναφορές του στον κ. Μόσχο, πρόεδρο του «Καιρού». Και εδώ λοιπόν χρειάζεται να αποκατασταθεί η αντικειμενική αλήθεια των γεγονότων.
***
Δελτίο Τύπου
της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων(ΠΕΘ)
Ανάρμοστη και προσβλητική,
για την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανακοίνωση
του Υπουργού Παιδείας κ. Νικολάου Φίλη
Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 2016
Το Υπουργείο Παιδείας σε Δελτίο Τύπου του, της 14ης Ιανουαρίου 2016, το οποίο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας και αναδημοσιεύτηκε και από τα ΜΜΕ, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής : «Ο Υπουργός Παιδείας παρέδωσε την απόφαση της Δ.Ι.Σ., την εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου αλλά και παλαιότερα κείμενα που αφορούν το Μάθημα των Θρησκευτικών (Εισήγηση Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Ανθίμου, Εισήγηση Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσοστόμου, Απόφαση της Δ.Ι.Σ. της 5/11/2012) στον Πρόεδρο του Ι.Ε.Π., ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και συζήτησης στις εργασίες της ειδικής επιτροπής για το Μάθημα των Θρησκευτικών»(1).
Από την παραπάνω ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας προκύπτουν κάποια εύλογα και σημαντικά ερωτήματα, τα οποία η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων οφείλει να θέσει δημόσια προς τον κ. Υπουργό Παιδείας :
1) Αφ΄ εαυτού, μόνος του ο Υπουργός Παιδείας, εντόπισε τα κείμενα που αναφέρονται στην ανακοίνωση ή σε διαφορετική περίπτωση, ποιος ή ποιοι παρέδωσαν στον Υπουργό τα άλλα (2) κείμενα για να τα παραδώσει και εκείνος με τη σειρά του, μαζί με την Απόφαση της ΔΙΣ της 13ης Ιανουαρίου 2016, στην αρμόδια Επιτροπή του ΙΕΠ, για να αποτελέσουν και αυτά αντικείμενο εξέτασης;
2) Τα αναφερόμενα κείμενα έχουν το ίδιο βάρος και την ίδια σημαντικότητα με την απόφαση της ΔΙΣ που του παρέδωσαν χθες οι   Σεβάσμιοι Αρχιερείς που αποτέλεσαν την αντιπροσωπεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος που τον επισκέφθηκε, ώστε  να ανακοινώσει δημόσια ο Υπουργός την ταυτόχρονη παράδοση ΚΑΙ αυτών των εγγράφων στην συσταθείσα Επιτροπή και στον Πρόεδρο του ΙΕΠ;
3) Δεν αντιλαμβάνεται ο κ. Υπουργός ότι έτσι γίνεται εμφανής προσπάθεια να υποτιμηθεί και να προσβληθεί η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας αλλά και να υποβαθμιστεί και να εξισωθεί η Απόφασή της με θέσεις και απόψεις Μητροπολιτών, που έχουν κατά καιρούς ακουσθεί είτε εντός είτε εκτός Συνόδου αλλά δεν έχουν το ίδιο κύρος με τη Συνοδική έκφραση και απόφαση της Ιεράς Συνόδου που του παραδόθηκε;
4) Ποιος ή ποιοι και γιατί ενοχλούνται σφόδρα και φοβούνται την επίσημη και Συνοδική θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος για το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως αυτή διατυπώθηκε στην Απόφαση της ΔΙΣ της 13ης Ιανουαρίου 2016 και προσπαθούν να την μειώσουν με ανοίκειους τρόπους;
5)  Γιατί ο κ. Υπουργός δεν παρέδωσε στην Επιτροπή του ΙΕΠ και κείμενα άλλων Αρχιερέων που έχουν μιλήσει εντός της Συνόδου για το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως επί παραδείγματι το κείμενο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ.κ. Προκοπίου ή ακόμη, και άλλες εργασίες και τόμους Συνεδρίων που έχουν εκδοθεί κατά καιρούς και έχει στα χέρια του;
6)   Ποια είναι η απόφαση της Δ.Ι.Σ. της 5/11/2012 στην οποία αναφέρεται η ανακοίνωση του κ. Υπουργού; Διότι εξ΄ όσων γνωρίζουμε την ημερομηνία αυτή υπάρχει μόνο ένα απλό Δελτίο Τύπου της ΔΙΣ, το οποίο δεν κάνει λόγο για καμία απόφαση της Ιεράς Συνόδου, όπως την εννοεί η ανακοίνωση του κ. Υπουργού. Είναι βέβαιο ότι γνωρίζει ο κ. Υπουργός, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζει και εκφράζεται συνοδικώς και δεν είναι δυνατό, μετά από παρέλευση ετών, να επιλέγονται μόνον κάποιες από τις πολλές εισηγήσεις Μητροπολιτών και να βαπτίζονται μάλιστα ως Συνοδικές Αποφάσεις, προκειμένου να υποτιμηθεί η μοναδική των τελευταίων ετών Απόφαση της ΔΙΣ της 13ης Ιανουαρίου 2016, για το περιεχόμενο και το χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών η οποία και υπερισχύει όλων των οποιωνδήποτε προηγουμένων εισηγήσεων, συζητήσεων, προβληματισμών και ζυμώσεων που έχουν γίνει κατά καιρούς στη διάρκεια των συνοδικών συνεδριάσεων.
7) Ο κ. Υπουργός Παιδείας ή τέλος πάντων, όσοι γύρω από αυτόν προσπαθούν με τέτοιες ενέργειες να υποτιμήσουν ή να παρακάμψουν Συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι υπάρχουν ακόμη στην Ελλάδα, ως αρχές, η ευγένεια και η εθιμοτυπία και ότι ισχύει το Σύνταγμα, ο Καταστατικός χάρτης η Νομοθεσία και η Νομολογία.
Το ΔΣ της ΠΕΘ
1. «Αντιπροσωπεία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελούμενη από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεο, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καστοριάς κ.κ. Σεραφείμ και τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σερρών και Νιγρίτης κ.κ. Θεολόγο έγινε δεκτή από τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Ν. Φίλη, κατόπιν αιτήματος της Δ.Ι.Σ., για να κατατεθεί στο αρμόδιο Υπουργείο η απόφαση της Δ.Ι.Σ. και η εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου σχετικά με το Μάθημα των Θρησκευτικών.
Ο Υπουργός ευχαρίστησε τα μέλη της Αντιπροσωπείας και ενημέρωσε ότι το Υπουργείο Παιδείας έχει ξεκινήσει τον εθνικό διάλογο για τη συνολική αναμόρφωση του σχολείου, της στοχοθεσίας και των μαθημάτων του. Ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, κ. Γ. Κουζέλης διευκρίνισε ότι ειδικότερα για το Μάθημα των Θρησκευτικών, έχει συσταθεί ειδική επιτροπή του Ινστιτούτου η οποία έχει την ευθύνη του διαλόγου για τα θέματα που επιθυμεί να θέσει η Εκκλησία.
Ο Υπουργός Παιδείας παρέδωσε την απόφαση της Δ.Ι.Σ., την εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου αλλά και παλαιότερα κείμενα που αφορούν το Μάθημα των Θρησκευτικών (Εισήγηση Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Ανθίμου, Εισήγηση Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσοστόμου, Απόφαση της Δ.Ι.Σ. της 5/11/2012) στον Πρόεδρο του Ι.Ε.Π. ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και συζήτησης στις εργασίες της ειδικής επιτροπής για το Μάθημα των Θρησκευτικών». (Πηγή:  http://minedu.gov.gr/grafeio-typoy-kai-dimosion-sxeseon/deltia-typoy/17294-14-01-16)
***
Ανοιχτή Επιστολή – Καταγγελία της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων
Επιμόρφωση δασκάλων και Θεολόγων
σε μη ισχύον Πρόγραμμα Σπουδών
για το μάθημα των Θρησκευτικών
ΙΕΠ και Περιφερειακή Διεύθυνση επιμορφώνουν δασκάλους και Θεολόγους
σε μη ισχύον και ληγμένο Πρόγραμμα Σπουδών του ΕΣΠΑ!!
          Κύριε Υπουργέ,
Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) καταγγέλλει ότι η Περιφερειακή  Διεύθυνση Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με τις Διευθύνσεις του  Α΄ και Β΄ Περιφερειακού Επιμορφωτικού Κέντρου (ΠΕΚ) Θεσσαλονίκης, οργανώνει επιμορφωτικά σεμινάρια για το πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, για δασκάλους και Θεολόγους καθηγητές, όταν όλοι οι εκπαιδευτικοί Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης έχουμε λάβει εντολή ήδη από την έναρξη του σχολικού έτους, μέσω  Εγκυκλίων του Υπουργείου Παιδείας, ότι το σχολικό έτος 2015-16 διδάσκονται τα ισχύοντα βιβλία του (2006) με βάση το ισχύον Διαθεματικό Ενιαίο Πρόγραμμα Σπουδών του 2003.
Αυτό μας δημιουργεί έντονη ανησυχία, διότι σε επισκέψεις μας σε σας κ. Υπουργέ, στην Αναπλ. Υπουργό, στον πρ. Γεν. Γραμματέα και, πρόσφατα, στον νέο Πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), λάβαμε ρητές διαβεβαιώσεις ότι τα Νέα Προγράμματα Σπουδών του ΕΣΠΑ για το μάθημα των Θρησκευτικών, δηλαδή τόσο το πιλοτικό του 2011 (αναθεωρημένο το 2014) για το Δημοτικό και Γυμνάσιο όσο και εκείνο του 2015 για το Λύκειο, δεν ισχύουν, ούτε θα ισχύσουν και ότι θα δημιουργηθούν νέα Προγράμματα μετά από δημόσιο διάλογο και με τη συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων. Από ό,τι γνωρίζουμε, τις ίδιες διαβεβαιώσεις έλαβε από σας και η ηγεσία της Εκκλησίας.
Αυτό που έχουμε να καταθέσουμε, και το οποίο θεωρούμε ως εξαιρετικά σημαντικό αλλά και περίεργο, είναι ότι και σε άλλα σχολικά μαθήματα έγιναν πιλοτικά Προγράμματα Δημοτικού –Γυμνασίου και Προγράμματα Λυκείου, αλλά σε κανένα άλλο μάθημα και σε καμιά περιφέρεια δεν συμβαίνει αυτό το φαινόμενο, να γίνεται ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ σε μη ισχύοντα Προγράμματα παρά ΜΟΝΟΝ στο πολύπαθο μάθημα των Θρησκευτικών. Εφόσον αυτή η πρωτοβουλία υλοποιείται από επίσημο φορέα επιμόρφωσης του Υπουργείου Παιδείας, προβληματιζόμαστε και, δικαίως, εκτιμούμε ότι η απόφαση για επιμόρφωση, πιθανόν, να έχει ληφθεί από το Υπουργείο Παιδείας και, επομένως, ο διάλογος που μας ανακοινώσατε ότι πρόκειται να γίνει καθίσταται προσχηματικός.
Θεωρούμε ότι ο κλάδος μας εμπαίζεται, όταν από την μια πλευρά έχουμε διαβεβαιώσεις για "πολιτική του διαλόγου" και, από την άλλη, το Υπουργείο Παιδείας και το ΙΕΠ φαίνονται να έχουν ήδη λάβει αποφάσεις, και μέσω των Περιφερειακών Επιμορφωτικών Κέντρων (ΠΕΚ) οργανώνουν επιμορφώσεις εκπαιδευτικών για Προγράμματα, στις οποίες μάλιστα κλήθηκε, προσήλθε και δίδαξε, με βάση το Πρόγραμμα που σας επισυνάπτουμε, Σύμβουλος του Υπουργού Παιδείας.
Θα μας επιτρέψετε να εκφράσουμε και την έκπληξή μας, διότι, εξ όσων γνωρίζουμε, επιμόρφωση γίνεται μόνον σε ό,τι έχει σχέση με τα Προγράμματα Σπουδών και τα σχολικά εγχειρίδια που είναι εγκεκριμένα να διδάσκονται από το Υπουργείο και όχι σε μη ισχύοντα Προγράμματα. Επισημαίνουμε, επίσης, όσα σας αναφέραμε ήδη και κατά την επίσκεψή μας στο γραφείο σας, ότι τα νέα αυτά Προγράμματα στα οποία κλήθηκαν και ήδη επιμορφώνονται οι εκπαιδευτικοί της Κεντρικής Μακεδονίας, τα έχουμε καταγγείλει δημόσια, ως Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, και έχουμε αποδείξει με ισχυρά και αναντίρρητα επιχειρήματα, σε επιστημονικά συνέδρια, σε ημερίδες και με πλήθος επιστημονικών άρθρων, ότι είναι επικίνδυνα και ακατάλληλα για τους μαθητές, γιατί τους διδάσκουν με αντιπαιδαγωγικό και συγκρητιστικό τρόπο ένα συνονθύλευμα θρησκειών, σε βάρος της οικείας πίστης των μαθητών.
Επισημαίνουμε επίσης ότι, όπως ήδη γνωρίζετε, η διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία εκ του Καταστατικού της Χάρτη -που αποτελεί Νόμο του Κράτους- «συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος, ως τα της Χριστιανικής αγωγής της νεότητος» και «παρακολουθεί το δογματικόν περιεχόμενον των δια τα σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών» (άρθρ. 2 και 9), σε Συνεδρίασή της στις 12 και 13 Ιανουαρίου του 2015 αποφάσισε ότι δεν συμφωνεί και αυτή με τα Νέα Προγράμματα και πρότεινε την εφαρμογή των ισχυόντων του 2003-2006 με μικρές βελτιώσεις.
Κύριε Υπουργέ, αν οι διαβεβαιώσεις σας για διάλογο,  πριν τη λήψη των όποιων αποφάσεων, ήταν ειλικρινείς, τότε απαιτούμε, άμεσα, να σταματήσει κάθε αυθαίρετη επιμόρφωση, που, κατά παράδοξο τρόπο, διεξάγεται ΜΟΝΟ στο μάθημα των Θρησκευτικών και σε μη ισχύοντα Προγράμματα Σπουδών και να αποδοθούν ευθύνες σε όσους επιχειρούν να προκαταβάλλουν και να μεθοδεύσουν το τελικό αποτέλεσμα του εξελισσόμενου διαλόγου.
Το ΔΣ της ΠΕΘ
***
Εισήγηση του προέδρου της ΠΕΘ κ. Κωνσταντίνου Σπαλιώρα
στην ειδική Συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (12-01-2016)
για το Μάθημα των Θρησκευτικών
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, κύριοι καθηγητές,
Αφού ευχαριστήσω και συγχαρώ τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο για την εμπεριστατωμένη και διαλλακτική του εισήγηση, επιτρέψτε μου να αναφερθώ δειγματικά μόνον σε κομβικά σημεία, που δημιουργούν μεγάλο πρόβλημα στο μάθημα των Θρησκευτικών και στον κλάδο των Θεολόγων καθηγητών και είναι εκείνα, που χαρακτηρίζουν  τα Νέα προτεινόμενα Προγράμματα Σπουδών (2011), (2014) και (2015) και για τα οποία αντέδρασε εξ’ αρχής και αντιδρά η ΠΕΘ.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ – ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 2014
Το αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΣ) του 2014, όπως και το Π.Σ του 2011, συνεξετάζει από την Γ΄ Δημοτικού, την Ορθόδοξη παράδοση, τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό, ταυτόχρονα και ισότιμα με τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ, τον Ινδουισμό, το Βουδισμό, τον Ταοϊσμό και τον Κομφουκιανισμό.
Πρόκειται δηλαδή για ένα πολυθρησκειακό μόρφωμα, το οποίο στηρίζεται στην τεχνητή-επιφανειακή σύγκλιση μεταξύ των (3) δογμάτων του χριστιανισμού αλλά και του Χριστιανισμού με τα ξένα θρησκεύματα. Έτσι. όμως,  οδηγεί σε εσφαλμένα επιστημονικά και θεολογικά συμπεράσματα, δημιουργεί σύγχυση στους μαθητές, τους οδηγεί στο συγκρητισμό, είναι ασύμβατο με την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η δε διδασκαλία του καταργεί τον χριστοκεντρικό προσανατολισμό του ΜτΘ και τον κάνει ανθρωποκεντρικό-συγκρητιστικό.  
Οι συντάκτες των παραπάνω ΠΣ τα συνέταξαν αυθαίρετα, χωρίς να ζητηθεί η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ούτε των Θεολογικών Σχολών, ούτε η συμμετοχή των ειδικών Παιδαγωγών, ούτε της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ). Σημειωτέον ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, με βάση το νόμο, έχει λόγο να ελέγχει το περιεχόμενο της διδασκαλίας του ΜτΘ, που αφορά τους ορθόδοξους μαθητές, αν δηλαδή συμφωνεί με τις αρχές της και προάγει στη χριστιανική αγωγή της νεότητας
Οι προτάσεις των συντακτών του ΠΣ «Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές» και «αναβάθμιση του Θρησκευτικού μαθήματος» αποτελούν παραπλανητικά συνθήματα που, ουσιαστικά, αποδέχονται τις κατηγορίες περί ομολογιακού μαθήματος, αποσκοπούν στην αλλοίωση του χαρακτήρα του μαθήματος και γι΄ αυτό δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από τη μεγάλη πλειονοψηφία των μάχιμων Θεολόγων και όχι μόνο.
Ισχυρίζονται ψευδώς πως το μεγαλύτερο μέρος των προσφερόμενων πληροφοριών, αφορά στον Χριστιανισμό, ενώ το πρόβλημα έγκειται στην ομογενοποιημένη – ταυτόχρονη μείξη ετερόκλητων χαρακτηριστικών. Ισχυρίζονται πως υπάρχουν «τρεις κύκλοι» στο ΠΣ, που ο ένας αναφέρεται στην παράδοση της Ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας, ο δεύτερος στη γνωριμία με τις μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις και τέλος, ο τρίτος στα μεγάλα θρησκεύματα (ΠΣ. σ.17), ενώ δεν υπάρχουν τρία χωριστά σύνολα πληροφοριών, δεν υπάρχουν τρεις ξεχωριστοί κύκλοι, αλλά τρεις τεμνόμενοι κύκλοι όπου περιπλέκονται όλες μαζί: Η Ορθοδοξία, οι χριστιανικές ομολογίες και οι θρησκείες και καταργούνται οι διακριτές ταυτότητες και διαφορές.
Με το ισχύον Αναλυτικό Πρόγραμμα, ως γνωστό, οι θρησκείες διδάσκονται στη Β΄ λυκείου, σε χωριστές από τη Ορθοδοξία και τις χριστιανικές ομολογίες ενότητες, για να υπάρχει προληπτική αντιμετώπιση της σύγχυσης που προκαλεί στους μαθητές ο θρησκευτικός συμφυρμός και συγκρητισμός.
Το ΠΣ, προκειμένου να καθιερωθεί ή μάλλον να επιβληθεί η εφαρμογή του, χρησιμοποιεί δύο όπλα α) την παραπλάνηση και β) τις σύγχρονες μορφές διδασκαλίας. Οι συντάκτες, ενώ διαβεβαιώνουν τη «θεμελίωση της ορθόδοξης χριστιανικής μαρτυρίας στη σχολική εκπαίδευση σε ένα υψηλότερο πνευματικό και θεολογικό επίπεδο» (ΠΣ σ. 17), περίτεχνα την αλλοιώνουν και ουσιαστικά την καταργούν. Αναφορικά με το δεύτερο όπλο, οι σύγχρονες μέθοδοι διδασκαλίας είναι ουδέτερες και είναι δυνατόν να εφαρμοστούν και στο ισχύον ΜτΘ, χωρίς αυτό να απολέσει την ορθόδοξη ταυτότητά του.
Το ΠΣ συσκοτίζει περίτεχνα την αντίληψη των μικρών μαθητών για το ποιος είναι ο Θεός που σώζει τον άνθρωπο. Η ξεκάθαρη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα χαρακτηρίζεται «ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμός, φανατισμός ή μισαλλοδοξία» (ΠΣ σ. 11, 13).
Το ΠΣ, δέσμιο της ιδεολογίας του, «θολώνει τα νερά» - αποκρύπτει σκόπιμα τη θεμελιώδη αλήθεια της χριστιανικής πίστεως, πως ο Χριστός είναι ο μόνος Θεάνθρωπος και Σωτήρας του κόσμου.
Λόγω της συνεξέτασης του Χριστιανισμού με τις θρησκείες, στρεβλώνονται θέματα με εντελώς διαφορετική θεολογία, προκειμένου να συνυπάρξουν και να συνδυαστούν σε ένα απαράδεκτο και ακατάλληλο πολτοποιημένο διδακτικό σχήμα για μικρά παιδιά: Π.χ. το ορθόδοξο βάπτισμα, ως αντίστοιχο των τελετών ενηλικίωσης των εβραίων και των μουσουλμάνων (ΠΣ σ.57). Οι χριστιανοί άγιοι με τα ιερά πρόσωπα θρησκειών (ΠΣ σ.61).  Η Αγία Γραφή μαζί με τα ιερά βιβλία των θρησκειών, η χριστιανική αλήθεια μαζί με τις μαγείες, τους μύθους, τις δεισιδαιμονίες (ΠΣ σ.62, 70-71).
Εκ των ανωτέρω προκύπτει, σαφώς, ότι οι ορθόδοξοι μικροί μαθητές διδάσκονται άλλη θρησκεία από τη δική τους, ο δε προσηλυτισμός τους είναι εμφανής, μέσα από συγκεκριμένες τακτικές και οδηγίες προς τους διδάσκοντες, οι οποίες περιέχονται στον «Οδηγό Εκπαιδευτικού».
Να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, η διδασκαλία του ορθόδοξου μαθήματος είναι υποχρεωτική για την Πολιτεία, καθώς και η κατάρτιση των προγραμμάτων διδασκαλίας, με ύλη σύμφωνη με τις αρχές του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος, η δε ορθόδοξη διδασκαλία του ΜτΘ δεν αντιτίθεται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της πολυφωνίας και της πολυπολιτισμικότητας.
Είναι σημαντική ως προς τούτο η σχετική Γνωμοδότηση για το μάθημα των Θρησκευτικών, των έγκριτων νομικών κ.κ. Γ. Κρίππα, Π. Δροσίτη, Α. Βλάχου που παραδόθηκε στη Σύνοδο.
Συμπεράσματα: Το αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σπουδών 2014 είναι: α) αντισυνταγματικό, β) παράνομο, γ) αντίθετο προς τις αρχές τις Ορθόδοξης Εκκλησίας, δ) προσηλυτίζει τους μαθητές σε άλλη πίστη, ε) αντιεπιστημονικό, διότι συμφύρει γνώσεις διαφορετικών χώρων, στ) αντιπαιδαγωγικό, διότι απευθύνεται σε μαθητές μικρής ηλικίας και τους οδηγεί στη σύγχυση και το συγκρητισμό.
Οι συντάκτες του ΠΣ δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί μαθητές ανήκουν στους γονείς τους, οι οποίοι τους οδήγησαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και πίστη. Ανήκουν, επίσης, ως βαπτισμένοι χριστιανοί, στον Ιησού Χριστό. Οι συντάκτες κανενός Προγράμματος ΕΣΠΑ δεν έχουν το δικαίωμα να τους οδηγήσουν στην πανθρησκεία και στην πολυθεϊα.
Ο Χριστός δεν μπορεί να συσχετίζεται εξισωτικά με τους φιλοσόφους-δασκάλους των θρησκειών. Το θεανθρώπινο πρόσωπό του είναι μοναδικής σημασίας για τη σωτηρία του κόσμου, επειδή Εκείνος είναι ο μοναδικός Θεάνθρωπος και Σωτήρας. Η αντίληψη να θεωρείται αυτή η μοναδική σχέση ως έκφραση μονοφωνίας, είναι αντιχριστιανική.
ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΛΥΚΕΙΟΥ 2014
Παρόμοια προβλήματα παρατηρούνται και στο νέο ΠΣ για το ΜτΘ του Λυκείου.
Ο τίτλος του μαθήματος στις τάξεις του Λυκείου είναι: (Α΄ Λυκείου: Θρησκεία και σύγχρονος άνθρωπος, Β΄ Λυκείου: Θρησκεία και κοινωνία, Γ΄ Λυκείου: Θρησκεία και σύγχρονος κόσμος). Η «αφαίρεση», που δηλώνεται με τον όρο «Θρησκεία», οδηγεί σε πλήθος ερμηνειών, που παραπέμπουν σε μια φαινομενολογική, κοινωνιολογική ή άλλη θεώρηση, που δεν είναι, πάντως, ούτε θεολογική ούτε θρησκειολογική. Πρόκειται για έναν όρο που δεν εστιάζει στη διαφορετικότητα των θρησκειών, αλλά παραπέμπει σε μια γενικευμένη και αφηρημένη έννοια περί θρησκείας, που τείνει να συμπεριλάβει όλες τις θρησκείες κάτω από μια υπεραπλουστευμένη και θολή εννοιολογική προσέγγιση.
Η εισαγωγή του πιο πάνω μοντέλου δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα σε ό,τι αφορά στη διδασκαλία του χριστιανισμού και των θρησκευμάτων.  Η άποψή μας αυτή βασίζεται στην αρχή της συνέπειας σε ό,τι αφορά στη λειτουργία ενός συστήματος. Κάθε σύστημα θα πρέπει να διδάσκεται ως ένα οργανωμένο όλο, προκειμένου να διαπιστωθεί η λειτουργικότητα των μερών του. Για παράδειγμα, η Θεία Ευχαριστία δεν μπορεί να νοηθεί εκτός της Εκκλησίας, που με τη σειρά της δεν μπορεί να νοηθεί εκτός της πίστης. Είναι προφανές ότι ένας κατακερματισμός των εννοιών δεν αποκαλύπτει τις ενδοσυστημικές σχέσεις των μερών του συστήματος. Πολύ δε περισσότερο, όταν δεν είναι σαφές, πώς προσεγγίζουμε τις έννοιες αυτές. Δεν είναι σαφές αν κάνουμε λόγο για μια θεολογική, θρησκειολογική, ψυχολογική, ανθρωπολογική ή κοινωνιολογική προσέγγιση. Η πραγμάτευση μη απτών εννοιών δημιουργεί ένα θολό τοπίο, που οδηγεί τους μαθητές σε σύγχυση καθώς δεν αντιλαμβάνονται πώς μπορούν να τις προσεγγίσουν, τη στιγμή, μάλιστα, που κάτι άλλο προσδοκούν από το Μάθημα των Θρησκευτικών.
Αντί να υιοθετηθεί μια λιτή και μεθοδική προσέγγιση με συνέπεια σε ό,τι αυτή είναι και περιλαμβάνει, επιλέγεται μια επιφανειακή και επιπόλαιη διαχείριση εννοιών με αμφίβολα αποτελέσματα ως προς την κατάκτηση των απαραίτητων γι’ αυτό το πνευματικό επίπεδο των μαθητών γνώσεων και εμπειριών.
Το Ουσιαστικό επομένως πρόβλημα της εφαρμογής αυτών των Προγραμμάτων Σπουδών είναι η αναποτελεσματική διαχείριση των εννοιών αυτών από τους μαθητές, που δεν έχουν ούτε τα απαιτούμενα μεθοδολογικά εργαλεία ούτε την προϋποτιθέμενη γνώση για να τις διαχειριστούν σε βάθος. Η επιφανειακή και πρόχειρη διασύνδεση των εννοιών στις διάφορες θρησκείες αναδεικνύει ένα επιπρόσθετο πρόβλημα, αυτό του θρησκευτικού συγκρητισμού, το ίδιο δηλαδή που παρατηρείται και στο Πρόγραμμα Δημοτικού - Γυμνασίου.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι,
Μετά από αυτήν την σύντομη υπογράμμιση της ακαταλληλότητας των δύο Προγραμμάτων η ΠΕΘ καταθέτει σήμερα στην σημερινή Διαρκή Σύνοδο  (3) τρεις βασικές θέσεις - δηλώσεις και (1) μία συγκεκριμένη και σαφή πρόταση:
1η Θέση
Τα μέλη της ΠΕΘ, που  στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι μάχιμοι Θεολόγοι, που διδάσκουν το μάθημα των Θρησκευτικών στις σχολικές αίθουσες δηλώνουν ξεκάθαρα ότι:   
α) Είναι κάθετα αντίθετα με τα Νέα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών, που έχουν αρχειοθετηθεί στα συρτάρια του Υπουργείου Παιδείας. Οι συντάκτες τους, ωστόσο, επιχειρούν απεγνωσμένα, παρά τις μεγάλες και επί (4) συναπτά έτη αντιδράσεις που αυτά έχουν πρικαλέσει, να τα επαναφέρουν σε ισχύ (βλ. με σεμινάρια Σχ. Συμβούλων, με εκπομπές στα ΜΜΕ, με παραφιλολογία εκφοβισμού του θεολογικού κόσμου, κ.λ.π),
β) Οι Θεολόγοι δεν πρόκειται να δεχτούν ποτέ να εφαρμόσουν τέτοιου είδους Προγράμματα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση, που τυχόν θα ελάμβαναν την έγκριση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, διότι διαλύουν το μάθημά μας, διαστρέφοντας το χαρακτήρα του, τον σκοπό, το περιεχόμενο, την αποστολή και τον ρόλο του.
γ) Οι Θεολόγοι θα αντιταχθούν στην εφαρμογή τους με κάθε προσφερόμενο, ενδεικνυόμενο, εφευρετικό και νόμιμο τρόπο (προσφεύγοντας ακόμη και στα Ευρωπαϊκά δικαστήρια), αν ποτέ καταφέρουν οι εμπνευστές τους, παρακάμπτοντας τη θέληση της πλειοψηφίας του θεολογικού κόσμου, να τα εισαγάγουν στο χώρο του σχολείου.
Ξεκάθαρα και αποφασιστικά λόγια: Οι Θεολόγοι της πατρίδας μας, δεν θα υποχωρήσουν, δεν θα κάνουν την χάρη κανενός με οποιοδήποτε τίμημα, δεν θα παραβούν το χρέος τους ως θεολόγοι, δεν θα αρνηθούν την ορθόδοξη παράδοσή τους ως βάση της χριστιανικής αγωγής των ορθοδόξων μαθητών.
2η Θέση
Δηλώνουμε επίσης, ότι τους εμπνευστές αυτών των απαράδεκτων Νέων Προγραμμάτων Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών, ως ανθρώπους, συναδέλφους και επιστήμονες, τους σεβόμαστε και τους τιμούμε. Όμως, το συγκεκριμένο κατασκεύασμά τους, το αρνούμαστε άρδην, όπως και την ολιγομελή συλλογική τους έκφραση τον ΚΑΙΡΟ, την οποία μάλιστα, έγκυροι και έγκριτοι νομικοί την χαρακτηρίζουν με επίσημα έγγραφα, παράνομη. 
Ξεκάθαρα και αποφασιστικά λόγια: Αρνούμαστε να τους αποδεχτούμε ως ισότιμους συνομιλητές, παρά το ότι, ειδικά σήμερα, αφενός από σεβασμό και αγάπη Χριστού προς το πρόσωπό σας και τα πρόσωπα όλων των σεβασμίων Συνοδικών Αρχιερέων και, αφετέρου, από υπακοή στην πρόσκλησή σας, είμαστε στην ίδια αίθουσα μαζί τους. Οι λόγοι που δεν τους αποδεχόμαστε είναι οι παρακάτω:
α) Δημιούργησαν τεράστιο πρόβλημα στο ορθόδοξο μάθημά μας, συκοφαντώντας το για άγνωστους σ’ εμάς λόγους, ως κατηχητικό και ομολογιακό, με σκοπό, τελικά, να το αποδομήσουν συγγράφοντας και εφαρμόζοντας το πολυθρησκειακό τερατούργημα.
β) Διαίρεσαν και δίχασαν τον θεολογικό κόσμο, αποδυναμώνοντας τη θέση του έναντι της πολιτείας.
γ) Αρνούνται στην Εκκλησία της Ελλάδος, όπως δήλωσαν σε πρόσφατη ανακοίνωσή τους, το πηγάζον εκ των Συνταγματικών επιταγών και του Καταστατικού Χάρτη, δικαίωμα και χρέος της, να έχει λόγο στην χριστιανική αγωγή της νεότητας.
3η Θέση
Η ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος οφείλει, όπως επανειλημμένα, τα τελευταία τέσσερα χρόνια που αγωνιζόμαστε γι΄ αυτή την υπόθεση της έχουμε ζητήσει, να τοποθετηθεί συλλογικά και εγγράφως, όπως έχει κάνει και για άλλα φλέγοντα θέματα της κοινωνικής επικαιρότητας:
α) Απέναντι στα απαράδεκτα για μας Πιλοτικά Προγράμματα Σπουδών.
β) Απέναντι στην εκπεφρασμένη θέση του νυν Υπουργού Παιδείας κ. Νικολάου Φίλη για την αλλαγή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε καθαρή θρησκειολογία.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΑΣ
Το ΠΣ είναι δομημένο με πολυθρησκειακή δομή. Πρέπει να συνταχθεί εξ αρχής νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, το οποίο να διδάσκει χωριστά το Χριστιανισμό, με βάση την οντολογία και κοσμοθεωρία του και αντίστοιχα τις θρησκείες με τις δικές τους θέσεις. Ειδικότερα, οι θρησκείες να διδάσκονται συστηματικά σε μαθητές του Λυκείου, ώστε να μπορούν να επεξεργαστούν, με κριτική σκέψη, τις προσφερόμενες γνώσεις, χωρίς να αποκλείεται η απλή πληροφόρηση για το θρησκευτικό φαινόμενο και σε μικρότερες τάξεις, σε ολιγάριθμες θεματικές αλλά ξεχωριστές ενότητες για κάθε θρήσκευμα. Η σύνταξη του νέου ΑΠΣ να γίνει με βάση το ΑΠΣ του 2003 και τα βιβλία του 2003-2006, με τις απαιτούμενες διορθώσεις, βελτιώσεις και εμπλουτισμό με παιδαγωγική και διδακτική μεθοδολογία. Αυτή η εξ΄αρχής σύνταξη νέου ΠΣ θα είναι μία  ενωτική προσπάθεια, που θα πραγματοποιηθεί, αφού συσταθεί μεικτή θεολογική Επιτροπή Παιδείας, χωρίς αποκλεισμούς, με την παρουσία σε αυτήν του Υπουργείου Παιδείας, της Εκκλησίας, των Θεολογικών Σχολών, της ΠΕΘ, και οπωσδήποτε θεολόγων εμπειρογνωμόνων εξειδικευμένων στην Παιδαγωγική και διδακτική του Μτ
***
Γνωμοδότηση επί ερωτημάτων σχετικών
με το μάθημα των θρησκευτικών των κ.κ. Γεωργίου Η. Κρίππα,
Παναγιώτη Ι. Δροσίτη, Αποστόλου Φ. Βλάχου
Αθήνα, 8 Ιανουαρίου 2016
Προς
Τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμον, Πρόεδρον
και άπαντες τους Ιεράρχες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος.
                           Μακαριώτατε,
                           Άγιοι Αρχιερείς,
Από την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (Π.Ε.Θ.) μας εζητήθη η επιστημονική άποψή μας επί των παρακάτω ερωτημάτων και ειδικότερα εάν με βάση το ισχύον στην Ελλάδα καθεστώς:
1)         Το μάθημα των Θρησκευτικών επιβάλλεται να είναι αμιγώς Ορθόδοξο Χριστιανικό ή Πολυθρησκευτικό;
2)         Τα νέα Προγράμματα Σπουδών (στο εξής Π.Σ.) Δημοτικού και Γυμνασίου, που εγκρίθηκαν προς πιλοτική εφαρμογή τους με την Αποφ. Υπ. Παιδείας 113/714/Γ2/3-10-2011, ΦΕΚ τ. Β΄2335/2011, ως και η Αναθεωρημένη εφαρμογή τους, η οποία δεν έχει υποβληθεί, μέχρι τώρα, προς έγκριση, ούτε έχει δημοσιευθεί στον ιστότοπο του Υπ. Παιδείας (Ψηφιακό Σχολείο), πλην όμως υπάρχει έντονο και λίαν ενεργό ενδιαφέρον συντακτών της προς εφαρμογή της, είναι σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, ένεκα του πολυθρησκευτικού περιεχομένου τους και όχι αμιγούς Ορθοδόξου Χριστιανικού;
3)         Εάν η Εκκλησία της Ελλάδος έχει λόγο και δικαίωμα για τον καθορισμό της ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών;
Επί των παραπάνω ερωτημάτων η επιστημονική μας άποψη είναι η ακόλουθη:
Ειδικότερα επί του πρώτου ερωτήματος:
     Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 § 2 του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλαση τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Εξάλλου κατά το τρίτο άρθρο του Συντάγματος, παράγραφός 1η, εδάφιο α΄και β΄ αυτής: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησία του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις». Οι διατάξεις αυτές συνιστούν εκδηλώσεις της νομικής ενέργειας του Προοιμίου του Ελληνικού Συντάγματος, έχοντος του Προοιμίου τούτου, ως ακολούθως:
«Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».
Αποτελεί δε το Προοίμιο αυτό αναπόσπαστο τμήμα του Συντάγματος και δημοσιεύεται με τις λοιπές διατάξεις τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ως ενιαίο όλο, αφού αμέσως πριν από το Προοίμιο προτάσσονται οι λέξεις ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και ο χρονικός προσδιορισμός του Συντάγματος (1975-2001) και αμέσως μετά ακολουθεί το κείμενο του Προοιμίου (βλ. σχετ. Βασ. Νικολόπουλου, Επιτ. Προέδρου Αρείου Πάγου, Δ/ρος Νομικής, Το προοίμιο του Συντάγματος και η νομική του αξιολόγηση, σελ. 17-18).
Παράλληλα  με τη διάταξη του άρθρου 1 εδάφ. α΄, του νόμου 1566/1985, με τον οποίο ρυθμίζεται - κυρίως και πρωτίστως - η λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ορίζεται ότι ο σκοπός της εκπαίδευσης αυτής είναι να υποβοηθεί τους μαθητάς, όπως εκτός των άλλων «... διακατέχονται από πίστη στην πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της Ορθόδοξης Χριστιανικής παράδοσης. Στον ίδιο νόμο και ειδικότερα στο άρθρο αυτού 6 § 2, εκ. β΄, ορίζεται ότι το Λύκειο επιδιώκει την ολοκλήρωση των σκοπών της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα βοηθά τους μαθητάς... να συνειδητοποιήσουν την σημασία του Ορθόδοξου Χριστιανικού ήθους...».
Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 1518 § 1 του Αστ. Κώδικος ορίζει ότι η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου από τους γονείς του περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων και την εκπαίδευση του τέκνου, στην έννοια της οποίας - εκπαίδευσης - περιέχεται και η θρησκευτική τοιαύτη (βλ. εις Απ. Γεωργιάδη - Οικ. Δικ., σελ. 882, αρ. 16 εις Σύντομη Ερμ. Αστ. Κώδικος (Σ. Ε. Α. Κ.), τόμος 2ος, εκδ. 2013 και στις σε αμφότερα τα έργα αυτά σχετικές παραπομπές).
Ακολούθως, με το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου υποχρεώνεται κάθε συμβαλλόμενο Κράτος (σε εφαρμογή του 9ου άρθρου αυτής της Συμβάσεως περί ελευθερίας της σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας) να σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζουν την μόρφωση και την εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις ίδιες αυτών, των γονέων, θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις (βλ. Οικ. Δικ. Απ. Γεωργιάδη - Μιχ. Σταθοπούλου και εις Σ.Ε.Α.Κ. Απ. Γεωργιάδη ό.π.). Τόσον η ως προαναφερθείσα Διεθνής Σύμβαση, όσο και το παραπάνω Πρώτο Πρωτόκολλο αυτής έχουν επικυρωθεί κατ’ άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος της Ελλάδος με το ν. δ. 53/1974 και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου, απαγορευομένης ούτως πάσης προσβολής του εν λόγω ατομικού δικαιώματος των γονέων, μη δυναμένης συνεπώς της Πολιτείας να επιβάλει, νομοθετικώς ή άλλως πως, θρησκευτική αγωγή στα τέκνα τους διάφορον της θρησκευτικής πεποιθήσεως των γονέων τους.
Τα ανωτέρω, κατά συνέπεια, έχουν πλήρη εφαρμογή και ως προς το ως άνω δικαίωμα των ορθοδόξων γονέων, όπως τα ανήλικα τέκνα τους διδάσκονται το αμιγώς Ορθόδοξο Χριστιανικό μάθημα των θρησκευτικών στις σχολικές μονάδες της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως, όπου αυτά φοιτούν.
Εν όψει όλων των προαναφερομένων διατάξεων, προκύπτει ότι το μάθημα των θρησκευτικών, κατά το ισχύον ελληνικό δίκαιο, επιβάλλεται να είναι αμιγώς το Ορθόδοξο Χριστιανικό, μη επιτρεπομένης οιασδήποτε μετατροπής του σε πολυθρησκευτικό και πάντως οποιασδήποτε νοθεύσεώς του με ξένο προς το αμιγές Ορθόδοξο Χριστιανικό περιεχόμενο του.
Τα ανωτέρω γίνονται δεκτά και από την σταθερή επί του θέματος τούτου νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ( βλ. σχετ. τις σύμφωνες αποφάσεις του Σ.τ.Ε. 2176/1998, 3358/1995, 3353/1986, καθώς επίσης και στην 116/2012 πρόσφατη ακυρωτική ομόφωνη απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Χανίων, η οποία, ως αφορώσα σε θέματα εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως είναι και το παρόν, έχει ίση νομική ισχύ και ίσο κύρος με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τον νόμο 702/1997, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως (βλ. σχετ. στην από 11/2/2013 Γνωμοδότηση του Δ/ρος Γ. Κρίππα).
Πέραν δε όλων αυτών, η εισαγωγή στην Ελληνική Εκπαίδευση μαθήματος Θρησκευτικών πολυθρησκευτικού συνιστά το ποινικό αδίκημα του προσηλυτισμού, κατ' άρθρο 4 του διατηρημένου σε ισχύ νόμου 1383/1938, καθόσον ένα τέτοιο μάθημα προσανατολίζεται δια του περιεχομένου του, ως εν προκειμένω, να οδηγήσει το μαθητή σε αμφισβήτηση περί του εάν η θρησκεία, την οπαία πρεσβεύει, είναι σωστή ή όχι ή πρέπει να την αμφισβητεί, έστω και απλώς προβληματιζόμενος. Συντρέχει δε ενταύθα και η επιβαρυντική περίπτωση της τρίτης παραγράφου του άρθρου 4 του εν λόγω αναγκ. νόμου και αυτό επειδή η διδασκαλία ενός τέτοιου μαθήματος θα γίνεται σε σχολικές μονάδες. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι το αδίκημα τούτο τιμωρείται και στο στάδιο της απόπειράς του ως τετελεσμένο ( βλ.  Δ/ρος  Γ.  Κρίππα, Μελέτη,  ad  hoc,  εις  Eπιθ.  Δημ.   &  Διοικ. Δικαίου,  έτ. 2014 σελ. 679-697).
2) Επί του δεύτερου ερωτήματος που αφορά στο Αναθεωρημένο Πρόγραμμα σπουδών 2014  :
 Tο  αναθεωρημένο  Πρόγραμμα  Σπουδών  (ΠΣ) του 2014, όπως και το Π.Σ    του   2011  (Υπουργική   Απόφαση   113714/Γ2       3-10-2011,  ΦΕΚ β΄ 2335/2011), συνεξετάζει από την Γ΄ Δημοτικού, το Χριστιανισμό ταυτόχρονα και  ισότιμα  με  τον  Ιουδαϊσμό,  το Ισλάμ, τον  Ινδουισμό, το  Βουδισμό,  τον Ταοϊσμό - στη δε Α΄ Γυμνασίου προστίθεται και ο Κομφουκιανισμός (ΠΣ, σ, 113) - ως ένα  σύνολο,  που  το  αναφέρει  με  διάφορα  ονόματα:  «θρησκεία» (ΠΣ σ. 19,  25),   «ο  κόσμος   της   θρησκείας»    ( ΠΣ σ. 23 ),   «θρησκευτικές παραδόσεις» ( ΠΣ  σ, 23 ), « θρησκευτικό  φαινόμενο στην  πολυμορφία  του» (ΠΣ σ.25 ), «οι θρησκείες του Κόσμου»  (ΟΔ. ΕΚΠ 97-99).
Πρόκειται για ένα πολυθρησκευτικό μόρφωμα, το οποίο στηρίζεται στην τεχνητή - επιφανειακή σύγκλιση του Χριστιανισμού με τις θρησκείες, με βάση τα τυπικά ετερόκλητα χαρακτηριστικά τους, οδηγεί σε εσφαλμένα επιστημονικά συμπεράσματα, δημιουργεί σύγχυση στους μαθητές, τους οδηγεί στον συγκρητισμό, είναι ασύμβατο με την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η δε διδασκαλία του καταργεί τον χριστοκεντρικό προσανατολισμό του  ΜτΘ  και τον κάνει ανθρωποκεντρικό – συγκρητιστικό.
Οι συντάκτες του ΠΣ 2014 αυθαίρετα συνέταξαν το ΠΣ, χωρίς να ερωτηθούν  ούτε   η  Ορθόδοξη   Εκκλησία,  ούτε   τα  αρμόδια  Θεολογικά Τμήματα των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης με όλους τους ειδικούς επιστήμονές τους ούτε βεβαίως η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ).
Ισχυρίζονται ότι το μεγαλύτερο μέρος των προσφερόμενων γνώσεων και πληροφοριών, αφορά στον Χριστιανισμό, ενώ το πρόβλημα έγκειται στην ομογενοποιημένη - ταυτόχρονη μείξη και διδασκαλία, σχεδόν σε κάθε ενότητα και σε κάθε διδακτική ώρα, πέντε - έξι διαφορετικών θρησκευμάτων με ετερόκλητα χαρακτηριστικά. Ισχυρίζονται, πως υπάρχουν «τρεις κύκλοι» στο ΠΣ που αφορούν στην παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής  Εκκλησίας  τη γνωριμία με τις μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις και τέλος τα μεγάλα θρησκεύματα (ΠΣ, σ. 17), ενώ δεν υπάρχουν τρία χωριστά σύνολα πληροφοριών, αλλά κυρίως συνυπάρχουν από κοινού σε ένα συνονθύλευμα, ετερόκλητες πληροφορίες  και από τους «τρείς κύκλους».
Ισχυρίζονται ότι με το ΠΣ δεν επιδιώκουν την «τυπική θρησκειολογική ενημέρωση», ούτε τον «σχετικισμό ή ακόμη χειρότερα τον συγκρητισμό» (ΠΣ σ. 13), ενώ για την αποφυγή τους δεν λαμβάνουν στοιχειώδη «μέτρα ασφάλειας», αλλά και ούτε μπορούν να λάβουν, εξαιτίας της πολυθρησκειακής  δομής  του.  Να   σημειωθεί  ότι   απευθύνονται   σε   μικρά παιδιά που δεν έχουν ακόμη αναπτύξει τις απαιτούμενες πνευματικές ικανότητες για να επεξεργαστούν τα σχετικά ζητήματα, τα οποίο παρουσιάζονται ισότιμα, ως «ποικιλία θρησκευτικών προσανατολισμών» (ΟΔ. ΕΚΠ. Σ. 86),
Αντιθέτως, με το ισχύον Αναλυτικό Πρόγραμμα (ΦΕΚ 406/5-5-1998 Υπουργική απόφαση Γ2/2289/26-3-1998) και όλα τα παλαιότερα Αναλυτικά Προγράμματα, η διδασκαλία των θρησκειών γίνεται στη Β΄ Λυκείου, σε χωριστές από τον Χριστιανισμό ενότητες. Επειδή, μάλιστα, το πρόβλημα του συμφυρμού των στοιχείων των θρησκειών είναι ορατό, γι’ αυτό λαμβάνονται μέτρα, ώστε να αποφευχθεί. Τα μέτρα αφορούν στην διακριτή διδασκαλία κάθε θρησκείας καθώς και στο πνευματικό και αντιληπτικό επίπεδο των μαθητών.
Το νέο ΠΣ, προκειμένου να καθιερωθεί η εφαρμογή του, χρησιμοποιεί δύο όπλα: α) την παραπλάνηση και β) τις σύγχρονες μορφές και μεθόδους διδασκαλίας. Αναφορικά με την παραπλάνηση, οι συντάκτες, ενώ διαβεβαιώνουν τη «θεμελίωση της ορθόδοξης χριστιανικής μαρτυρίας στη σχολική εκπαίδευση σε ένα υψηλότερο πνευματικό και θεολογικό επίπεδο» (ΠΣ σ. 17). εντέχνως την αλλοιώνουν, δηλ, ουσιαστικά την καταργούν. Αναφορικά με το δεύτερο όπλο, οι σύγχρονες μέθοδοι διδασκαλίας είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στο ισχύον ΜτΘ, χωρίς αυτό να απολέσει την ορθόδοξη ταυτότητά του.
Με το ΠΣ στηρίζουν δήθεν, ως διατείνονται, «το δικαίωμα όλων των παιδιών για Θρησκευτική εκπαίδευση» (ΠΣ σ. 11), ενώ η  ελληνική  Πολιτεία  παρέχει ήδη σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά τη δυνατότητα να μορφωθούν και να παρακολουθήσουν όλα τα μαθήματα που προβλέπονται στις βαθμίδες της εκπαίδευσης,  μεταξύ αυτών και τα θρησκευτικά.
Με το νέο Πρόγραμμα επίσης, ενώ οι ίδιοι συνέταξαν το ισχύον ΑΠΣ (ΦΕΚ τ.Β΄ αρ. 303/13-03-03) και ήταν υπεύθυνοι για τη συγγραφή των βιβλίων και αναγνωρίζουν τη λειτουργικότητά τους (ΠΣ, (σ. 10-11), έρχονται και τα καταργούν.
Το νέο ΠΣ συσκοτίζει την αντίληψη των μικρών μαθητών για το ποιος είναι ο Θεός που σώζει τον άνθρωπο, καθώς και ποια είναι η αληθινή κοινωνία μαζί Του επειδή η ξεκάθαρη απάντηση θεωρείται «ομολογιακή εμμονή,  κατηχητισμός, φανατισμός ή μισαλλοδοξία» (ΠΣ σ. 11,13).
Σ’ αυτή     τη   λογική    κινούνται    όλες  οι  Θ.Ε.  Για  παράδειγμα,  στη  Γ΄ Δημοτικού, τα παιδιά διδάσκονται ότι η Σαρία είναι «Νόμος του Θεού στην ανθρωπότητα» (ΠΣ σ. 111-112), εξετάζουν την απεικόνιση του Θεού στο Χριστιανισμό, στον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ και τις Ανατολικές θρησκείες, που είναι οι «άλλες θρησκευτικές παραδόσεις»  (ΠΣ σ. 120-121). Το ΠΣ, με βάση την ιδεολογία του, (πολυθρησκευτικότητα), αποκρύπτει έντεχνα την θεμελιώδη αλήθεια της χριστιανικής Πίστεως, πως ο Χριστός είναι ο μόνος Θεάνθρωπος και Σωτήρας του κόσμου. Κατά περίπτωση, είτε την αποσιωπά (ΠΣ σ. 40), είτε αν χρειάζεται, αναφέρεται μεν στη Θεϊκή Του φύση, αποσιωπά δε την μοναδικότητά της, ενώ επιστρατεύει άσχετες μ’ αυτήν πληροφορίες, είτε αντί της θεϊκής, τονίζει την ανθρώπινη φύση Του (Π.Σ. σ. 45), είτε μειώνει την εικόνα που αποκομίζουν οι μαθητές για τη Θεότητά Του, εμφανίζοντάς Τον ως δάσκαλό μεταξύ των φιλοσόφων δασκάλων των Θρησκειών (ΠΣ σ. 63-69). είτε τονίζει δευτερεύουσες έννοιες του θέματος, για να αποσιωπήσει εκείνες που παραπέμπουν στην μοναδικότητα της εν Χριστώ    σωτηρίας    (ΠΣ σ. 46-47,  78-79),  είτε  αφήνει vα  εννοηθεί    το ενδεχόμενο, να ανέδειξαν τον Χριστό οι μεσσιανικές προσδοκίες (ΠΣ σ. 123-124), σύμφωνα με γνωστή θεωρία. Στο ΠΣ έχει χαθεί ο προσανατολισμός οπότε βασιλεύει η απόλυτη σύγχυση.
Λόγω της συνεξέτασης του Χριστιανισμού με τις Θρησκείες, στρεβλώνονται θέματα προκειμένου να συνδυαστούν: π.χ. το Ορθόδοξο Βάπτισμα ως αντίστοιχο των τελετών ενηλικίωσης των Εβραίων και των Μουσουλμάνων (ΠΣ σ. 57). Οι Χριστιανοί άγιοι με τα ιερά πρόσωπα θρησκειών, ως να μην είναι η αγιότητα καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά ανθρώπινη κατάκτηση (ΠΣ σ. 61). Η Αγία Γραφή με τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δηλ. η αλήθεια του Θεού μαζί με τις μαγείες, τους μύθους, τις δεισιδαιμονίες (ΠΣ σ. 62, 70-71). Η  μετάνοια, η νηστεία, η άσκηση της Σαρακοστής, συνδυάζονται με τη νηστεία, το διαλογισμό, τη γιόγκα στις Θρησκείες (ΠΣ σ. 72-73). Σε άλλη Θ.Ε., το ΠΣ αναφέρεται στους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι αντιμετώπισαν τα προβλήματα των αιρέσεων (ΠΣ σ. 109-110), και ως γνωστόν, καταδίκασαν τις ειδωλολατρικές αντιλήψεις και λατρείες, ενώ σε άλλες το ΠΣ τις συνδυάζει με τις ορθόδοξες.
Στο ΠΣ έχει εγκαταλειφθεί, σε ικανό βαθμό, η ιστορική σειρά των γεγονότων, έτσι ώστε να μην γνωρίζουν οι μαθητές λ.χ. αν προηγήθηκε χρονολογικά ο προφήτης Μωυσής ή ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Σοβαρά δε θεολογικά σφάλματα το καθιστούν ακατάλληλο για Ορθοδόξους μαθητές, ως ότι η μουσουλμανική σαρία είναι ο νόμος του Θεού. Υπάρχουν σ’ αυτό σημαντικά σφάλματα ως και παιδαγωγικά τοιαύτα (Ευαγ. Πονηρός Δ/ρ Θ.Μ.Φ., Σχολικός Σύμβουλος Πειραιώς Α’ Αθηνών - Κυκλάδων).
Εν όψει όλων των προεκτιθεμένων, καθίσταται πλέον ή σαφές ότι και το αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σπουδών έτους 2014 για το μάθημα των Θρησκευτικών στην Α/Βάθμια και Β/Βάθμια Εκπαίδευση, ως πολυθρησκευτικό που είναι, ευρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το ισχύον στην Ελλάδα, ως άνω, νομικό καθεστώς. Τούτο δε διότι, ενώ το άρθρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος απαιτεί την ανάπτυξη της Ορθόδοξης ως άνω συνείδησης των μαθητών, με το εν λόγω Πρόγραμμα Σπουδών, σε συνδυασμό με τον αναθεωρημένο Οδηγό Εκπαιδευτικού (2014), οδηγεί στην πλήρη αποδόμηση και εκθεμελίωση τελικά της Ορθόδοξης θρησκευτικής συνείδησής τους.
Η τοιαύτη μετατροπή του υφιστάμενου αμιγώς Ορθοδόξου Χριστιανικού μαθήματος των Θρησκευτικών στο παραπάνω συγκρητιστικό και πολτοποιημένο θρησκευτικό μόρφωμα έχει καταδικασθεί από ολόκληρο το πλήρωμα της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας, με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, ως και από σύμπασα την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους -που χαρακτήρισε το μη ορθόδοξο μάθημα των Θρησκευτικών ως «φυλακή»- από την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (Π.Ε.Θ), την ΚΔ’ Συνδιάσκεψη των Εντεταλμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Μητροπόλεων, από λίαν υψηλού επιπέδου διεθνή και πανελλήνια Επιστημονικά Συνέδρια και Ημερίδες, από υψηλής Πνευματικότητας ηγουμένους του Αγίου Όρους, ως ο μακαριστός ηγούμενος της Ι. Μονής Γρηγορίου του Αγίου Όρους Γεώργιος Καψάνης, ο οποίος σε κείμενο του χαρακτήρισε το Πρόγραμμα Σπουδών οδηγό προς την πολυθρησκεία, «ευαγγέλιο» πλάνης και πλήγμα δαιμονικό κατά του Ορθόδοξου Ελληνικού λαού (Περιοδικό «ο Σωτήρ» τευχ. Σεπτεμβρίου 2013, σελ. 373-374). Επίσης ο προηγούμενος της Ι. Μονής Ιβήρων Βασίλειος Γοντικάκης, κατά τον οποίο με το πολυθρησκευτικό ως άνω κατασκεύασμα προδίδεται η Ορθόδοξη Πίστη μας (Περιοδικό «ΚΟΙΝΩΝΙΑ» της Π.Ε.Θ. τ. Απριλίου – Ιουνίου 2012). Ωσαύτως, από έγκριτους και ειδήμονες Επιστήμονες, απο πλήθος εγκύρων δημοσιευμάτων και ραδιοφωνικών εκπομπών κ.λ.π.
Να προστεθεί τέλος ότι την επιχειρηθείσαν και στην Κύπρο μετατροπή του εκεί διδασκομένου Ορθοδόξου Χριστιανικού μαθήματος των Θρησκευτικών σε πολυθρησκευτικό αποδοκίμασε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος και γενικώς ο κλήρος και ο Ορθόδοξος λαός της Κύπρου.
3)         Αναφορικά με το τρίτο των υποβληθέντων αιτημάτων, εάν δηλαδή, με βάση το ισχύον στην Ελλάδα νομικό καθεστώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει λόγο και δικαίωμα ως προς τον καθορισμό της ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών, πρέπει να λεχθούν τα εξής:
Σύμφωνα με το δεύτερο άρθρο του νόμου 590/1977, Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος, ως τα της Χριστιανικής αγωγής της νεότητος» κ.ά. Περαιτέρω κατά το άρθρο 9 του ιδίου νόμου «Η Δ.Ι.Σ.  (Διαρκής Ιερά Σύνοδος), ως διαρκές διοικητικόν όργανον της Εκκλησίας, ασκεί τας κάτωθι αρμοδιότητας... ε) Παρακολουθεί το δογματικόν περιεχόμενον των δια τα σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών». Στο ίδιο δε άρθρο, υπό το στοιχείο ζ΄, ορίζεται ότι η Δ.Ι.Σ. μεριμνά περί του κατά Χριστόν βίου του Ορθοδόξου πληρώματος δια των ενδεικτικώς εκεί αναφερομένων μέσων, ως και « δια παντός άλλου προσφόρου, κατά την κρίσιν Αυτής, μέσου», ενώ ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο του ιδίου άρθρου ότι «Εις περίπτωσιν διαταράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ ετεροδιδασκαλίας ή άλλης επεμβάσεως εις βάρος αυτής, η Δ.Ι.Σ. ζητεί την επέμβασιν των Αρμοδίων Αρχών...». Αποτελεί δε ετεροδιδασκαλία η νόθευση της Ορθοδόξου Πίστεως κατά το μάλλον και ήττον και με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. Γ. Κρίππα όπ.π. κάτω σελ. 146).
Πρέπει δε να λεχθεί ενταύθα ότι οι προπαρατεθείσες διατάξεις του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977) – ως και ο ως άνω ν. 1566/1985 – δεν είναι δυνατόν να καταργηθούν, διότι αποτελούν στην πράξη εφαρμογή του άρθρου 16 § 2 του Συντάγματος. Αυτό έχει δεχθεί και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία, δεν είναι δυνατή η κατάργηση νόμου, εκδοθέντος προς εφαρμογήν συνταγματικής διατάξεως και συνεπώς θα εξακολουθεί να ισχύει ο αντισυνταγματικώς καταργηθείς νόμος (ΣτΕ 2056/2001 Διοικ. Δίκη, σελ. 87 επ., Γ. Κρίππα «Το Ατομικό Δικαίωμα της Θρησκευτικής Ελευθερίας της Εκκλησίας να καθορίζει η ίδια την ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών» στο περιοδικό ΚΟΙΝΩΝΙΑ της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων, έτος 2013, τεύχος 3, σ. 145 εξ. και ειδικότερα στις σελ. 146 και 156, υποσημ. 4, ως και ιδίου Νομοθετικό κενό συνταγματικώς ανεπίτρεπτο και εντεύθεν υποχρεώσεις της κρατικής διοικήσεως, ως και εις Καλλιαντέρη-Τουτζιαράκη, Η αρχή της νομιμότητος εις Επιθ. Δημ. Δικ. 2001, σελ. 28).
Εν όψει όλων αυτών, προκύπτει σαφώς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, είναι, με βάση την ελληνική νομοθεσία (άρθρο 3 § 1 του Συντάγματος), φορέας του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας και ότι το δικαίωμά της αυτό παραβιάζεται στην περίπτωση που η Πολιτεία αποφασίσει να διδάσκονται ως ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών στις σχολικές μονάδες ή κείμενα, που η Εκκλησία τα θεωρεί ασυμβίβαστα, κατά το μάλλον και ήττον, προς τις αρχές της διδασκαλίας της, όπως η διδασκαλία της ειδικότερα καθορίζεται και κατοχυρώνεται στις και με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις του άρθρου 3 του Συντάγματος, της Εκκλησίας της Ελλάδος δικαιουμένης να ζητήσει την ικανοποίηση του δικαιώματός της τούτου από την Ελληνική Δικαιοσύνη και αν χρειασθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (βλ. σχετ. ειδικότερα και αναλυτικώς εις Γ. Κρίππα, ενθ. ανωτ., σελ. 145 επομ. 148, 149, ως και πλούσια αυτόθι διεθνή βιβλιογραφία και ad hoc απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, μετά σχετικών επίσης υποσημειώσεων εις σελ. 149-156. Βλ., ωσαύτως, εις Χρ. Σγουρίτσα Συνταγματικό Δικ., τόμος Β΄, τεύχος Α΄, σελ. 12, ως και εις το άρθρο «Περί τα Θρησκευτικά» του Αρχιμ. Κων. Ραμιώτη πτυχ. Θεολογίας – τ. Δικαστού, εις Ορθόδοξο Τύπο της 9.10.2015).
Μετά από αυτά προκύπτει ότι, με βάση την Ελληνική Νομοθεσία, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος έχει τον κύριο και αποφασιστικό λόγο και δικαίωμα άμα για τον καθορισμό της ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Οι υπογράφοντες
Γεώργιος Η. Κρίππας, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
Παναγιώτης Ι. Δροσίτης, Επίτ. Πρόεδρος Εφετών
Απόστολος Φ. Βλάχος, Επιτ. Πρόεδρος Εφετών
***
Η εισήγηση του Mητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
για το μάθημα των Θρησκευτικών στη συνεδρίαση της ΔΙΣ
Το μάθημα των Θρησκευτικών
στην Μέση Εκπαίδευση Εισήγηση-Πρόταση
του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
ενώπιον της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
και των εκπροσώπων των Θεολογικών Σχολών
και των Συλλόγων Θεολόγων
(12 Ιανουαρίου 2016)
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος αφ’ ενός μεν για την σημερινή συνάντηση, αφ’ ετέρου δε για την ανάθεση σε μένα της εισηγήσεως για το μάθημα των Θρησκευτικών στους μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης.
Αυτή η απόφαση είναι αποτέλεσμα συζητήσεως που έγινε στην Ιερά Σύνοδο, της ευαισθησίας και της αγωνίας του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, ο οποίος είπε ότι πρέπει επί τέλους να καταστρωθή μια πρόταση για το θέμα αυτό που συζητείται τόσο χρόνο, του ενδιαφέροντος των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών που συγκροτούν την Διαρκή Ιερά Σύνοδο και της προτάσεώς μου κατά την διάρκεια της συζητήσεως του θέματος σε αυτήν.
Έχουν κατά καιρούς διατυπωθή πολλές απόψεις γύρω από το θέμα αυτό, εγράφησαν εισηγήσεις, κείμενα, διοργανώθηκαν Συνέδρια, δημοσιεύθηκαν βιβλία, ως προς τα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα. Αυτόν τον καιρό διάβασα εκατοντάδες και χιλιάδες σελίδες για να συγκροτήσω την εισήγησή μου με την συγκεκριμένη πρόταση.
Επίσης, έχει συζητηθή επανειλημμένως το θέμα στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο και την Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπου έγιναν εισηγήσεις από Ιεράρχες που γνωρίζουν τα θέματα αυτά. Θέλω να σας ενημερώσω ότι ο Θεοφιλέστατος Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου Επίσκοπος Μεθώνης Κλήμης έθεσε υπ’ όψιν μου ογκώδη φάκελλο, τον οποίον ο ίδιος συνεκρότησε με ενδιαφέρον και ιδιαίτερη σπουδή, μέσα στον οποίον αποτυπώνεται καθαρά η όλη διεργασία που έγινε από την Εκκλησία στο θέμα αυτό. Τόν ευχαριστώ θερμότατα. Διάβασα και όλο αυτό το υλικό.
Νομίζω ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες προτάσεις. Αυτός είναι ο σκοπός της παρούσης εισηγήσεως. Θα τεθή μια συγκεκριμένη πρόταση, μήπως τελικά βρεθή κάποια λύση στο φλέγον αυτό θέμα του περιεχομένου του μαθήματος των Θρησκευτικών και της διδασκαλίας του. Παρακαλώ, θα ήθελα την προσοχή σας και την κατανόησή σας. Δεν επιθυμώ να θίξω κανέναν, ούτε να παραθεωρήσω το έργο που επιτελούν όλοι στην Εκκλησία και στην Παιδεία, δεν αμφισβητώ την διάθεση κανενός στο να προσφέρη στην Εκπαίδευση. Ξεκινώ με την ομολογία ότι όλοι ομιλούν και γράφουν από ιδιαίτερη άποψη ο καθένας, αλλά με τον βαθύτερο σκοπό να προσφερθή το μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία κατά τον αρτιότερο τρόπο για την ωφέλεια των μαθητών.
Διαιρώ το θέμα μου σε τέσσερεις ενότητες. Η πρώτη είναι η κατά καιρούς συζήτηση του θέματος στην Ιερά Σύνοδο, η δεύτερη είναι το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, κατά το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών και το προτεινόμενο νέο Πρόγραμμα Σπουδών, η τρίτη είναι η πρότασή μου για την ενδεχόμενη επίλυση του ζητήματος, και η τέταρτη είναι η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών για λόγους συνειδήσεως.
1. Η κατά καιρούς συζήτηση του θέματος στην Ιερά Σύνοδο
Ήδη έχει αναφερθή ότι ανεδίφησα στον φάκελλο που συνεκρότησε ο Θεοφιλέστατος Αρχιγραμματέας Επίσκοπος Μεθώνης κ. Κλήμης και μελέτησα το τί έχει πράξει η Ιερά Σύνοδος την τελευταία πενταετία που γίνεται συζήτηση για το σοβαρό αυτό θέμα. Θα τονισθούν κεντρικά σημεία, χάριν της ιστορίας.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος επανειλημμένως στις Συνεδριάσεις της συνεζήτησε το θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών, μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος…», και ύστερα από εισηγήσεις Συνοδικών Επιτροπών, από παρεμβάσεις Μελών της, από υπομνήματα των Θεολογικών Σχολών, των Θεολογικών Συλλόγων και αρμοδίων προσώπων. Κατά την τελευταία διαρρεύσασα πενταετία (2010-2015) συνεζήτησε το θέμα αυτό και τις ποικίλες πλευρές του, μεταξύ των άλλων, τον Σεπτέμβριο του 2010, τον Απρίλιο του 2011, τον Νοέμβριο του 2012, τον Ιανουάριο του 2014, τον Φεβρουάριο του 2015 και πρόσφατα τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2015. Όταν διαβάση κανείς τα Πρακτικά των Συνεδριάσεων αυτών, διακρίνει το ενδιαφέρον και την αγωνία των Αρχιερέων για την διατήρηση του μαθήματος των Θρησκευτικών προς την κατάλληλη αγωγή των νέων.
Επίσης, κατά την διάρκεια των Συνεδριών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ανεγνώσθησαν εμπεριστατωμένες εισηγήσεις Ιεραρχών, όπως των Σεβ. Μητροπολιτών Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Προκοπίου, Αλεξανδρου-πόλεως κ. Ανθίμου και Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, όπως και κατά καιρούς ανεγνώσθησαν γνωμοδοτικά κείμενα των Ειδικών Συνοδικών Επιτροπών για την Παιδεία και την Νεότητα, και της Συνοδικής Επιτροπής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και Επιμορφώσεως Εφημεριακού Κλήρου.
Ακόμη, πρέπει να μνημονεύσω ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος διοργάνωσε επανειλημμένως Συσκέψεις μεταξύ των Μελών της Ιεράς Συνόδου και Καθη-γητών των Θεολογικών Σχολών και των Θεολογικών Συλλόγων. Υπενθυμίζω ότι την 16η Μαρτίου 2011 έγινε συζήτηση μεταξύ της Ιεράς Συνόδου και των εκπροσώπων των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης για το μέλλον των Θεολογικών Σχολών και το μάθημα των Θρησκευτικών. Την 30ή Απριλίου 2011 διοργανώθηκε συνάντηση της Ιεράς Συνόδου με εκπροσώπους των Θεολογικών Σχολών και των Θεολογικών Ενώσεων και Συνδέσμων όλης της Χώρας, για τις εξελίξεις σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών και ειδικότερα για τις ώρες διδασκαλίας στο Λύκειο. Την 4η Μαΐου του 2012 έγινε κοινή Συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και των Σχολικών Συμβούλων, των εκπροσώπων της «Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων» και εκπροσώπων του Συνδέσμου Θεολόγων «Καιρός». Την 26η Ιουνίου του 2014 διοργανώθηκε από την Ιερά Σύνοδο Ημερίδα στην οποία παρευρέθησαν οι Συνοδικοί Αρχιερείς, ο Υπουργός Παιδείας, ο Γενικός Γραμματεύς Θρησκευμάτων, η Γενική Διευθύντρια της Διευθύνσεως Θρησκευμάτων, οι Πρόεδροι της Πανελ-ληνίου Ενώσεως Θεολόγων και του «Καιρού», οι εκπρόσωποι των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, οι Σχολικοί Σύμβουλοι Θεολόγοι από όλη την Ελλάδα και τα Μέλη της Συνοδικής Επιτροπής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και Επιμορφώσεως του Εφημεριακού Κλήρου. Στην Ημερίδα αυτή, κεντρική εισήγηση έκανε ο Σεβ. Μητροπολίτης Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου κ. Δωρόθεος και ακολούθησε συζήτηση.
Επί πλέον η Ιερά Σύνοδος έλαβε κατά καιρούς υπομνήματα των Θεολογικών Σχολών, της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων, του Πανελληνίου Θεολογικού Συνδέσμου «Καιρός», του Παραρτήματος Θεολόγων Πατρών, της Ενώσεως Θεολόγων Λαρίσης, της επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση Νέου Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά του Δημοτικού και Γυμνασίου του κ. Γεωργίου Κρίππα, Καθηγητού Ελεύθερου Πανεπιστημίου κ.ά.
Πέραν τούτων είναι σημαντικό το υπόμνημα-παρέμβαση της Εκκλησίας της Ελλάδος ενώπιον της Ολομελείας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με θέμα «Νόμιμοι λόγοι εξαίρεσης από την παρακολούθηση-εξέταση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση».
Υπάρχουν και άλλες πρωτοβουλίες που ανελήφθησαν από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι παρά ταύτα δεν επιλύεται αυτό το θέμα, ενδεχομένως γιατί όλες οι πλευρές που ασχολούνται με το θέμα παραμένουν σταθερές στις απόψεις τους, ή διότι δεν ωρίμασε ακόμη το θέμα, αλλά έπρεπε να περάση πολύς καιρός για να ωριμάση. Έτσι, η παρούσα συνάντηση φιλοδοξεί να δώση κάποια αφορμή επιλύσεως του θέματος, τουλάχιστον από την πλευρά μου θα προσπαθήσω να καταθέσω συγκεκριμένη πρόταση.
2. Το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών
Καίριας σημασίας ζήτημα είναι ποιό θα είναι το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, από το οποίο θα εξαρτηθή και ο τρόπος απαλλαγής των μαθητών από αυτό.
Εισαγωγικά πρέπει να επισημανθή ότι χαρακτηρίζεται «μάθημα Θρησκευτικών» και όχι «μάθημα Εκκλησιαστικών». Από την φύση του το μάθημα αυτό είναι γνωσιολογικό, εξ ού και χαρακτηρίζεται «μάθημα», και μάλιστα «θρησκευτικών», που σημαίνει ότι δεν αναφέρεται στην κατήχηση της Εκκλησίας. Το λέγω αυτό, γιατί εμείς οι θεολόγοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν μπορεί να ταυτισθή με τον όρο θρησκεία, γιατί έχει διαφορετικούς σκοπούς, ενδιαφέροντα και μεθοδολογία.
Επομένως, όπως διδάσκεται σήμερα το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν είναι κατήχηση της Εκκλησίας, δεν ταυτίζεται με ένα κατηχητικό μάθημα, χωρίς όμως να αποδεσμεύεται από την ζωή της Εκκλησίας.
α) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού Εφετείου Χανίων
Το Σύνταγμα είναι ο Καταστατικός Χάρτης της Ελληνικής Πολιτείας και κανείς δεν μπορεί να το αρνηθή ή να το υπονομεύση. Είναι δε γνωστόν ότι το Σύνταγμα ερμηνεύεται από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πατρίδας μας, το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Νά ενθυμίσω ότι για το θέμα των Θρησκευτικών είναι σημαντική η υπ’ αριθμ. 3356/1995 Απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του Σ.τ.Ε. Θα γίνη μια μικρή ανάλυση.
Η απόφαση αυτή συνδυάζει τρία βασικά άρθρα του Συντάγματος, ήτοι: το 13 άρθρο για τον σεβασμό της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, και για την ελευθερία κάθε θρησκείας να επιτελή την λατρεία της∙ το άρθρο 16 για τον σκοπό της παιδείας που παρέχεται από το Κράτος, η οποία πρέπει να αποβλέπη «στήν ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, και την διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες»∙ και το 3 άρθρο που χαρακτηρίζει το Ορθόδοξο Δόγμα ως «επικρατούσα Θρησκεία», που σημαίνει ότι «η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει την Ορθόδοξη Εκκλησία». Έτσι, η συγκεκριμένη απόφαση συνδυάζοντας τα τρία αυτά άρθρα του Συντάγματος καταλήγει στο ότι ο σκοπός της παιδείας που προσφέρεται στα Σχολεία είναι «μεταξύ των άλλων, και η «ανάπτυξη» της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας».
Αυτό συνάγεται και από την Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950, σύμφωνα με την οποία κάθε Κράτος στα καθήκοντά του στο πεδίον της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως «θά σέβεται το δικαίωμα των γονέων, όπως εξασφαλίζωσιν την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τάς ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις». Εννοείται ότι εφ’ όσον η πλειοψηφία των Ελλήνων Πολιτών ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αυτό συνεπάγεται ότι το Κράτος πρέπει να προσφέρη θρησκευτική αγωγή, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία και σε αυτό αποφασιστικό λόγο έχουν οι γονείς των ανηλίκων μαθητών. Αυτό δεν αναφέρεται μόνον στο μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά και στο ότι «οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να μετέχουν στις σχολικές θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως είναι η καθημερινή προσευχή και ο εκκλησιασμός».
Έπειτα, στην απόφαση αυτή λέγεται ότι επειδή οι μαθητές βάσει του 13 άρθρου του Συντάγματος και των διατάξεων της Συμβάσεως της Ρώμης έχουν διάφορες θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, μπορούν «νά μη μετέχουν στις πιο πάνω θρησκευτικές εκδηλώσεις και να μήν παρακολουθούν την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών», αρκεί να δηλώσουν οι μαθητές και οι γονείς στον Διευθυντή του Σχολείου ότι έχουν «λόγους θρησκευτικής συνείδησης» και αυτοί οι λόγοι προσδιορίζονται σαφώς «ήτοι διότι είναι ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι ή άθεοι».
Και αν η άρνηση των μαθητών ή των γονέων τους, να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις αυτές «δέν συνδέεται από επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης», τότε, κατά την απόφαση αυτή, «ο Διευθυντής έχει και πάλιν την υποχρέωση που απορρέει από τις πιο πάνω διατάξεις, να διερευνήσει μήπως τυχόν η άρνηση αυτή οφείλεται σε τέτοιου είδους λόγους, ούτως ώστε να συμπεριφερθή αναλόγως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται πιο πάνω».
Επειδή, όμως, μια τέτοια ενέργεια του Διευθυντή μπορεί να εκληφθή ότι απαγορεύεται από το Σύνταγμα, στην απόφαση του Σ.τ.Ε. επισημαίνεται ότι η έρευνα αυτή «δέν απαγορεύεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος, διότι δεν αποτελούν μέσον προς δίωξη του μαθητή, λόγω των διαφόρων, ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά όλως αντιθέτως αποβλέπουν εις το να διευκολύνουν τον μαθητή να απολαύσει «ανεμπόδιστα» την ελευθερία της θρησκευτικής του συνειδήσεως».
Το περιεχόμενο της απόφασης αυτής παρατηρείται και σε επόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήτοι την υπ’ αριθμ. 2176/1998 απόφαση, η οποία αναφέρεται στο να εξασφαλίζεται η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών «επί ικανόν αριθμόν ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως».
Στο ΣΤ’ Τμήμα του Σ.τ.Ε. που εξέδωσε και τις δύο αυτές αποφάσεις προήδρευσε ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Αναστάσιος Μαρίνος, ο οποίος με σχετικές μελέτες του ανέλυσε το όλο περιεχόμενο των αποφάσεων αυτών, που νομίζω ότι οι μελέτες αυτές έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Νεώτερη απόφαση του τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Χανίων κινείται στην ίδια προοπτική. Πρόκειται για την υπ’ αριθμ. 115/2012 απόφαση του Διοικητικού αυτού Δικαστηρίου, που είναι ισόκυρη με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι ο Νόμος 702/1977 υπήγαγε την εκδίκαση των αιτήσεων των ακυρωτικών πράξεων που αφορούν κάθε θέμα εκπαιδευτικής νομοθεσίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας στα Τριμελή Διοικητικά Εφετεία. Επομένως, η απόφαση αυτή είναι οριστική και τελεσίδικη και δεν υπάγεται σε κανένα ένδικο μέσο, είναι δε υποχρεωτική για κάθε δημόσια υπηρεσία.
Η συγκεκριμμένη απόφαση στηρίζεται στο Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας, τις αποφάσεις υπ’ αριθμ. 3356/1995 και 2176/1998 του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις σχετικές αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, τον Νόμο περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, άλλους Νόμους και κανονιστικές Πράξεις της Πολιτείας και αποφαίνεται ότι «τά βιβλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, εκδίδονται με γνώμονα την ως άνω εκ του Συντάγματος επιβαλλόμενη επιταγή και υλοποιούν τον εκτελεστικό αυτόν νόμο 1566/1985, αναγνωρίζεται, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα, η αξία και η αναγκαιότητα της θρησκευτικής αγωγής στο σχολείο, η οποία επιβάλλεται να μήν είναι άσχετη με την κοινωνική, την πολιτισμική και την θρησκευτική συνείδηση του τόπου στον οποίον οι μαθητές ζουν και αναπτύσσονται».
Ειδικότερα δε η απόφαση αυτή κάνει αναφορά στο βιβλίο της Α’ τάξεως του Γενικού Λυκείου, το οποίο σημειωτέρον κατηγορείται ως κατηχητικό μάθημα, και αποφαίνεται: «Μέ αυτό δε το περιεχόμενο (όπως προκύπτει και από τα κατ’ επίκληση προσκομισθέντα και αποτελούντα στοιχεία της δικογραφίας βιβλία του μαθήματος των θρησκευτικών που διδάχθηκαν κατά την σχολική περίοδο 2010-2011, με ενδεικτική παράθεση του περιεχομένου του βιβλίου Α’ Γενικού Λυκείου με τίτλο «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ» με τα Κεφάλαια που είναι τα εξής …) (καί αναφέρονται τα σχετικά κεφάλαια), το μάθημα των θρησκευτικών, και σε συνδυασμό με τη συνταγματική επιταγή περί προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 πρ. 1Σ), δεν αντιτίθεται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της πολυφωνίας και της πολυπολιτισμικότητας (εδώ καταγράφονται αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), αλλά ακριβώς τις θεμελιώνει, ο δε υποχρεωτικός χαρακτήρας του όχι μόνο δεν αναιρεί, αλλά επισφραγίζει τον σεβασμό των οποιωνδήποτε διαφορετικών πεποιθήσεων, όπως και ιστορικά αναδεικνύεται η μακρά συνύπαρξη με αλλόφυλους και αλλόθρησκους».
Γενικά, σύμφωνα με την σημαντική αυτή απόφαση επιβάλλεται η υποχρεωτική διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα Σχολεία, το οποίο μάθημα, όπως έχει διατυπωθή στα ισχύοντα βιβλία, κινείται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της πολυφωνίας και της πολυπολιτισμικότητας∙ οι ορθόδοξοι μαθητές δεν μπορούν να απαλλαγούν από το μάθημα των Θρησκευτικών όσους λόγους και αν επικαλεσθούν∙ και επιτρέπεται να απαλ-λάσσωνται από το μάθημα των Θρησκευτικών μόνον οι άθρησκοι, οι αλλό-θρησκοι ή ετερόδοξοι μαθητές, μόνον με τις αυστηρώς προδιαγραφόμενες προϋποθέσεις.
Μέ τις σημαντικές αυτές αποφάσεις των Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων η Ελληνική Πολιτεία δεν μπορεί να προβή τόσο στην αλλαγή του περιεχομένου του μαθήματος των Θρησκευτικών στους ορθοδόξους μαθητές, όσο και στην απαλλαγή από την παρακολούθησή του με την επίκληση μόνο λόγων συνειδήσεως, χωρίς να δηλώνονται οι σαφέστατα λόγοι. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται, οι εκπαιδευτικοί ή κρατικοί λειτουργοί υπέχουν αστικές και πειθαρχικές ευθύνες όταν παραβούν τις υποχρεώσεις τους χωρίς να αποκλείωνται και οι ποινικές ευθύνες.
Επί πλέον στην Απόφαση αυτή γράφεται ότι «οι απόψεις του Συνηγόρου του Πολίτη δεν δεσμεύουν τις Κρατικές Υπηρεσίες, όπως δέχεται η νομολογία των δικαστηρίων και συγκεκριμένα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με την 1041/2004 απόφασή του δέχεται επί λέξει: «… η σιωπηρή άρνηση της Διοικητικής Αρχής να συμμορφωθεί σε πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτου … δεν αποτελεί παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας»».
Επομένως, οι αποφάσεις αυτές των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας μας επιλύουν το θέμα αυτό και δεν μπορεί να γίνη αλλαγή στο περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών.
β) Οι παραπλανητικοί χαρακτηρισμοί
Η συζήτηση που έγινε μέχρι τώρα έχει περιορισθή κυρίως στο κατά πόσον το μάθημα των Θρησκευτικών θα είναι κατηχητικό-ομολογιακό ή θρησκειολογικό ή η υπέρβασή τους. Η πρώτη περίπτωση (κατηχητικό-ομολογιακό) προϋποθέτει αμιγώς ορθόδοξα Σχολεία, ενώ η δεύτερη περίπτωση (θρησκειολογικό) προϋποθέτει πολυπολιτισμικά Σχολεία, σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Επίσης, αυτή η συζήτηση γίνεται με την προοπτική να μπορούν να το παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσουν μερικοί απαλλαγή από το μάθημα.
Μελετώντας τα περισσότερα κείμενα που έχουν γραφή από τους υποστηρικτές των δύο τάσεων-κατευθύνσεων, έχω διαπιστώσει ότι δόθησαν χαρακτηρισμοί που δεν ευσταθούν και ενδεχομένως αποπροσανατολίζουν την προσοχή των ανθρώπων και δεν βοηθούν στην επίλυση του θέματος.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι το τρέχον – ισχύον Πρόγραμμα Σπουδών χαρακτηρίζεται ως κατηχητικό – ομολογιακό, που πρέπει ή δεν πρέπει να γίνεται σε μια σύγχρονη πλουραλιστική κοινωνία. Επίσης, το προτεινόμενο νέο Πρόγραμμα Σπουδών χαρακτηρίζεται ως θρησκειολογικό, που μεταβάλλει τον χαρακτήρα της Παιδείας, αντίθετα με ό,τι επιτάσσει το Σύνταγμα, οι αποφάσεις των Δικαστηρίων και ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος ή είναι το πλέον κατάλληλο για τις σύγχρονες συνθήκες ζωής. Αυτό το γράφω κάπως σχηματικά.
Όμως νομίζω ότι τα πράγματα δεν ερμηνεύονται διαζευκτικά, του τύπου: ομολογιακό-κατηχητικό μάθημα ή θρησκειολογικό; Δυστυχώς πάντοτε όταν υπάρχουν αντιπαραθέσεις, δημιουργούνται οι συνθήκες να αποδίδωνται σε αυτούς που έχουν διαφορετικές απόψεις διάφοροι χαρακτηρισμοί, οι οποίοι όμως είναι επιφανειακοί και δεν ανταποκρίνωνται στην πραγματικότητα. Πάντως, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση, ίσως εσφαλμένα, ότι η αντίθεση μεταξύ των προγραμμάτων δεν προέρχεται τόσο από το περιεχόμενο των βιβλίων, όσο από τις θεολογικές τάσεις που εκφράζουν οι προτείνοντες, που άλλοι χαρακτηρίζονται ως συντηρητικοί και άλλοι ως φιλελεύθεροι.
Μελέτησα όσον είναι δυνατόν και τα δύο προγράμματα, ήτοι το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών και το προτεινόμενο νέο Πρόγραμμα Σπουδών. Πάντοτε υποστήριζα ότι στο θέμα αυτό δεν μπορούμε να ομιλούμε θεωρητικά, και αφηρημένα, γι’ αυτό παλαιότερα είχα προτείνει να γραφούν για ένα συγκεκριμένο θέμα κείμενα και με τα δύο προτεινόμενα Προγράμματα ώστε να έχουμε μπροστά μας παραδείγματα και να κρίνουμε ασφαλώς. Τώρα όμως που συγκεκριμενοποιήθηκαν τα θέματα, μπορούμε να έχουμε συγκριτική γνώμη.
Έτσι μελέτησα αφ’ ενός μεν τα βιβλία των Θρησκευτικών που διδάσκονται στους μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου αφ’ ετέρου δε μελέτησα το προτεινόμενο νέο Πρόγραμμα Σπουδών και κατέληξα σε μερικά συμπεράσματα, τα οποία θα διατυπώσω με ειλικρίνεια.
γ) Το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών
Θεωρώ ότι το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών εσφαλμένως χαρακτηρίζεται ως κατηχητικό-ομολογιακό.
Ο όρος ομολογιακό μάθημα δεν εκφράζει την Ορθόδοξη Παράδοση, αλλά παραπέμπει στην δυτική θρησκευτική παράδοση, διότι όπως γνωρίζουμε, αυτός ο όρος «επικράτησε μετά τις μακραίωνες διαμάχες Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών στην δυτική και βόρεια Ευρώπη, όπου οι ομολογίες πίστεως ήταν μια δημόσια παραδοχή της διδασκαλίας των νικητών». Αυτό σημαίνει ότι «τό μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει αφ’ εαυτού του ομολογιακό-κατηχητικό χαρακτήρα που έχει στή Δυτική Ευρώπη». Πιό συγκεκριμένα θα μπορούσα να πω ότι τα βιβλία που δίνονται στους μαθητές δεν κάνουν απολογητική υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε σχέση με άλλες Ομολογίες ή τον Ρωμαιοκαθολικισμό, ούτε υπερασπίζονται φονταμενταλιστικές θέσεις απέναντι στις επιστήμες, όπως κάνουν διάφορα ομολογιακά προτεστατικά Sunday Schools.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι συγγραφείς του βιβλίου της Α’ Γυμνασίου (Όλγα Γριζοπούλου και Πηγή Καζλάρη) αρνούνται τον κατηχητικό χαρακτήρα του βιβλίου που συνέγραψαν, γι’ αυτό γράφουν: «Το μάθημα έχει ενημερωτικό και μορφωτικό χαρακτήρα και οι δάσκαλοί του θεωρούν την κατήχηση ως έργο αποκλειστικά της Εκκλησίας».
Επομένως, το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών των Θρησκευτικών δεν είναι ομολογιακό-κατηχητικό μάθημα, ούτε πρέπει να χαρακτηρίζεται με τον όρο αυτό, αλλά είναι κατά βάση γνωσιολογικό, πολιτιστικό και έχει θρησκειο-λογικά στοιχεία. Άν εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται «από τους επιπόλαιους περιφρονητές του ή τους μικρόψυχους φίλους του (θελητά ή αθέλητα)» ως ομολογιακό – κατηχητικό, τότε αδικείται το μάθημα, παραπλανώνται όσοι δεν έχουν άμεση γνώση του αντικειμένου, γίνεται αφορμή να αυξάνωνται οι αιτήσεις για απαλλαγές, γιατί από την φύση του «μάθημα κατηχητικό σημαίνει μάθημα ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΟ» και ωθείται προς το ολοκληρωτικά θρησκειολογικό.
Δεν υπάρχουν τεκμηριώσεις με συγκεκριμένες κειμενικές αναφορές στο τί εννοούν οι επικριτές των τρεχόντων βιβλίων λέγοντας ότι το μάθημα είναι κατηχητικό-ομολογιακό. Κτίσθηκε μια επιχειρηματολογία χωρίς τεκμήρια. Οι επικριτές, ενίοτε και σιωπηρά, μπορεί να υπονοούν την στάση ορισμένων θεολόγων μέσα στην τάξη, ότι δηλαδή κάνουν κατήχηση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο αφορά την προσωπικότητα κ»αθε διδάσκοντος και δεν αποφεύγεται σε κανένα απολύτως μάθημα, όπου εισάγονται οι προσωπικές ιδεολογίες κάθε διδάσκοντος. Τα βιβλία δεν μπορεί να ευθύνωνται για τους όποιους εκτροχιασμούς, αν υπάρχουν, από πλευράς διδασκόντων.
Υπενθυμίζω ότι η θεματολογία των βιβλίων είναι η ακόλουθη:
Το βιβλίο της Α’ Γυμνασίου ασχολείται με την Παλαιά Διαθήκη, της Β’ Γυμνασίου με την Καινή Διαθήκη, της Γ’ Γυμνασίου με την Εκκλησιαστική ιστορία, της Α’ Λυκείου με την Ορθόδοξη πίστη και λατρεία, της Β’ Λυκείου με τον Χριστιανισμό και τα Θρησκεύματα, και της Γ’ Λυκείου με την Χριστιανική Ηθική.
Τρείς παρατηρήσεις θα κάνω για την θεματική διάρθρωση του τρέχοντος Προγράμματος Σπουδών, δηλαδή του Προγράμματος που ισχύει σήμερα.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι υφίσταται μια μεθοδολογία που αναπτύσσεται στην ιστορική εξέλιξή της, ήτοι ο μαθητής από την Παλαιά Διαθήκη οδηγείται στην Νέα Διαθήκη, την Εκκλησία, τα άλλα Θρησκεύματα και την σύγχρονη ζωή. Οι μαθητές έχουν την δυνατότητα να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία, τον πολιτισμό και την σύγχρονη ζωή. Έτσι, αποκτούν μεθοδικά σταθερές βάσεις για να γνωρίσουν και άλλα θρησκεύματα. Μάλιστα, στην Β» Λυκείου δίδεται η δυνατότητα στους μαθητές, αφού προηγουμένως γνώρισαν την ζωή της Εκκλησίας, στην οποία ανήκουν, και τις άλλες Χριστιανικές Ομολογίες, έπειτα να μάθουν και τα ιδιαίτερα στοιχεία των άλλων Θρησκειών, ώστε να μη υποστούν σύγχυση ιδεολογική, πολιτιστική.
Η δεύτερη παρατήρησή μου είναι ότι οι συγγραφείς των βιβλίων είναι ικανοί επιστήμονες με επιστημονική έρευνα και εμπειρία στην διδασκαλία. Δεν μπορεί κανείς να τους αποδώση μομφή ότι είναι οπισθοδρομικοί ή συντηρητικοί, μάλιστα μερικοί από αυτούς χαρακτηρίζονται ως φιλελεύθεροι θεολόγοι.
Η τρίτη παρατήρησή μου είναι ότι τα ίδια βιβλία είναι ανοικτά, σε μερικά σημεία πολύ προχωρημένα στον πλουραλισμό, και δεν μπορεί κανείς εύκολα να τους αποδώση τον χαρακτήρα του κατηχητικού ή ομολογιακού μαθήματος, αφού γίνεται λόγος για την οικουμενική κίνηση κλπ.
Θα κάνω μια μικρή αναφορά, η οποία θα δείξη ότι τα ισχύοντα βιβλία υπερβαίνουν τον κατηχητικό-ομολογιακό χαρακτήρα και θα μπορούσαν να τα παρακολουθήσουν και μαθητές που διαπνέονται από αθεϊστικές απόψεις για να πληροφορηθούν τα θρησκευτικά γνωστικά αντικείμενα, αλλά και μαθητές που ανήκουν σε άλλα Θρησκεύματα, για να πληροφορηθούν το πολιτιστικό επίπεδο της Χώρας που ζούν, στο οποίο πολιτιστικό επίπεδο κυρίαρχη θέση κατέχει η θρησκευτική-εκκλησιαστική πίστη.
Δύο βιβλία της Μέσης Εκπαίδευσης (Α’ Γυμνασίου και Β’ Λυκείου) είναι στην ουσία τους Θρησκειολογικά. Συγκεκριμένα:
Το βιβλίο της Α’ Γυμνασίου αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, που είναι ιστορία του Ιουδαϊσμού, (προϊστορία του Χριστιανισμού) και έχει στοιχεία που χρησιμοποιεί ο Ισλαμισμός. Παράλληλα γίνεται αναφορά για την Αίγυ-πτο, την Βαβυλώνα και τον Ελληνισμό. Είναι καθαρά θρησκειολογικό βιβλίο.
Το βιβλίο της Β’ Γενικού Λυκείου είναι καθαρά θρησκειολογικό. Στην αρχή γίνεται λόγος για τον Χριστιανισμό, ως προς την προσφορά του, μεταφέροντας καταπληκτικά μηνύματα, ως προς το κακό, τον απολυτρωτικό χαρακτήρα, την δικαιοσύνη, τον συνάνθρωπο ως αδελφό για την υπέρβαση των προκαταλήψεων του κόσμου, την πολιτική θεολογία, την θεολογία της απελευθέρωσης, την θεολογία της ελπίδας, την υπαρξιακή θεολογία, την φεμινιστική θεολογία, την μαύρη θεολογία αλλά έχει και κεφάλαια όπου αναπτύσσονται θέματα, όπως ο πλουραλιστικός κόσμος, η χριστιανική θεώρηση του Κράτους και της πολιτικής, ο φανατισμός και η ανεξιθρησκεία, το φαινόμενο της αθεΐας, η σχέση μεταξύ Πίστεως και Επιστήμης, η σχέση μεταξύ Χριστιανισμού και Πολιτισμού. Έπειτα, παρουσιάζονται τα κυριότερα θρησκεύματα, όπως η αρχαία Ελληνική θρησκεία, τα αφρικανικά θρησκεύματα, ο Ιουδαϊσμός, το Ισλάμ, ο Ινδουϊσμός, η Γιόγκα, ο Βουδισμός, η Κινεζική θρησκεία, η Ιαπωνική θρησκεία. Στο τέλος αντιμετωπίζεται το θέμα η θρησκεία μπροστά στο πρόβλημα του θανάτου.
Το βιβλίο της Γ’ Γενικού Λυκείου κάνει λόγο για τις προϋποθέσεις της ηθικής ζωής, ήτοι για την ηθική συνείδηση και τα θέματα της ελευθερίας για το χριστιανικό ήθος και την σύγχρονη κοινωνία, ήτοι τα κοινωνικά προβλήματα, την ειρήνη, την βούληση του ανθρώπου για διάκριση και δύναμη για την βιολογική διάσταση της ζωής του ανθρώπου, το σώμα, τα δύο φύλα, την οικογένεια για συνειδησιακά προβλήματα στην ζωή του ανθρώπου ως προς την ανθρώπινη ζωή, την βιοϊατρική, την άρνηση και υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής, το πρόβλημα των ναρκωτικών για την χριστιανική ηθική και την σύγχρονη τεχνολογία, όπου γίνεται λόγος και για το οικολογικό πρόβλημα, την πληροφορική και τα Μέσα Ενημέρωσης των πολιτών και για τις υπαρξιακές καταστάσεις, ήτοι το άγχος, την μοναξιά, την περιθωριο-ποίηση, την αλλοτρίωση, την χαρά και την λύπη, τον θάνατο.
Έπειτα, τα άλλα τρία βιβλία αναφέρονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά κάνουν λόγο και για άλλες Χριστιανικές Ομολογίες και για άλλα θρησκευτικά φαινόμενα. Συγκεκριμένα:
Το βιβλίο της Β’ Γυμνασίου αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, τον Χριστό και το έργο Του. Στο βιβλίο αυτό, εκτός των άλλων, γίνεται λόγος για τον Ελληνορωμαϊκό κόσμο στην εποχή του Χριστού στην γή του Ισραήλ τον Ισραηλιτικό κόσμο στα χρόνια του Χριστού και για την εμφάνιση και το έργο του Χριστού. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μεταφέρονται στους μαθητές πανανθρώπινα μηνύματα, όπως η αγάπη ως υπέρβαση του φυλετισμού και η άνευ ορίων φιλανθρωπία του Θεού, ο πλούτος και η φτώχεια, η εξύψωση της γυναίκας και των παιδιών, η απελευθέρωση από τις ασθένειες κ.ά.
Το βιβλίο της Γ’ Γυμνασίου αναφέρεται σε θέματα ιστορίας της Εκκλησίας από την Πεντηκοστή μέχρι το όραμα και τις προσπάθειες για την ενότητα των Χριστιανών. Το βιβλίο είναι ανοικτό, αφού στα κεφάλαιά του αναπτύσσονται θέματα για την συνάντηση του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού, και τις αιρέσεις για τον Χριστιανισμό στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο και στους σλαβικούς λαούς για την Εκκλησία στα νεώτερα χρόνια, όπου αναπτύσσονται τα σχετικά με την Μεταρρύθμιση, την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για τον Χριστιανικό κόσμο σήμερα, όπου γίνεται λόγος για τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Προτεστάντες και την Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο, και φυσικά τις προσπάθειες για την ενότητα των Χριστιανών. Η ανάπτυξη των θεμάτων αυτών δεν γίνεται με τρόπο κατηχητικό, ομολογιακό και συντηρητικό, αλλά μάλλον πολύ ελεύθερα, αφού υπάρχουν θέματα τα οποία είναι ενδεχόμενο να προκαλέσουν έναν συντηρητικό θεολόγο.
Το βιβλίο της Α’ Γενικού Λυκείου αναφέρεται σε θέματα Ορθοδόξου πίστεως και λατρείας. Το βιβλίο αυτό στα δύο πρώτα κεφάλαια παρουσιάζει την λατρεία της Εκκλησίας και την ιστορία και το περιεχόμενο των Μυστηρίων. Όμως, στα επόμενα τρία κεφάλαια παρουσιάζει τους σύγχρονους λειτουργικούς προβληματισμούς, όπως για την γλώσσα και την μουσική της χριστιανικής λατρείας την θέση των λαϊκών στην σύγχρονη λατρεία, των γυναικών στην λατρεία και τον εκκλησιασμό ως ανάγκη ή συνήθεια κάνει λόγο για τα παραθρησκευτικά φαινόμενα και τις φιλοσοφικές οργανώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως την μαγεία, τον σατανισμό, τον πνευματισμό, την Μασονία για τις νέες θρησκευτικές διδασκαλίες και λατρείες, προσφέροντας χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Επομένως, όταν διάβασα τα βιβλία του τρέχοντος Προγράμματος Σπουδών διαπίστωσα ότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ομολογιακά-κατηχητικά βιβλία, αλλά είναι βιβλία που έχουν γνωστικό και ενημερωτικό περιεχόμενο για την ιστορία του παρελθόντος και του παρόντος στην χώρα μας, και κινούνται προς τον θρησκειολογικό προσανατολισμό. Ο μαθητής, κάθε χριστιανικής, θρησκευτικής και αθεϊστικής απόψεως, που διδάσκεται αυτά τα μαθήματα από έναν καλό θεολόγο όχι μόνον δεν φανατίζεται, αλλά ενημερώνεται, προβληματίζεται και κρίνει δημιουργικά το θρησκευτικό φαινόμενο. Απορώ γιατί τα αποκαλούν κατηχητικά-ομολογιακά! Το κάνουν από άγνοια ή για παραπληροφόρηση;
Ακόμη και όταν γίνεται αναφορά στον Χριστιανισμό, ο μαθητής έρχεται σε επαφή με όλες τις τάσεις του Χριστιανισμού και με όλες τις μορφές της σύγχρονης θεολογίας, όπως την πολιτική θεολογία, την θεολογία της απελευθέρωσης, την δράση των Λατινοαμερικανών θεολόγων.
Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί κάποιος ζητά να απαλλαγή από ένα τέτοιο μάθημα για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, παρά μόνον εάν έχη προβλήματα με τον θεολόγο καθηγητή, ή αν όντως είναι άθεος.
Φυσικά, επιδέχονται και τα βιβλία αυτά βελτιώσεις, πράγμα που θα τονίσω στην πρόταση που θα καταθέσω.
δ) Το προτεινόμενο Νέο Πρόγραμμα Σπουδών
Το προτεινόμενο Νέο Πρόγραμμα Σπουδών φιλοδοξεί, όπως υποστηρίζεται από τους υποστηρικτές του, να υπερβή την παρουσίαση του μαθήματος των Θρησκευτικών διαζευκτικά ως μαθήματος ομολογιακού-κατηχητικού ή θρησκειολογικού και προτείνει ένα νέο τρόπο διδασκαλίας, ώστε να παρακολουθήται από όλους τους μαθητές.
Η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων που εκπόνησε το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τα επιλεγόμενα «πιλοτικά σχολεία» σε κείμενό της με τίτλο «απόκριση στις επικρίσεις σχετικά με το νέο πρόγραμμα Σπουδών», αφού διαπιστώνει ότι «οι μοναδικές προτάσεις για να υπάρξη στην λειτουργία των Θρησκευτικών κινούνται διαζευκτικά μεταξύ του ομολογιακού-κατηχητικού και του θρησκειολογικού μαθήματος», ενημερώνει ότι το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών «δέν ακολουθεί αυτήν την υπεραπλουστευτική λογική», γι’ αυτό «κατηγορείται αυθαίρετα και αδικαιολόγητα ως «θρησκειολογικό»». «Προ-καλεί δέος η τόσο μεγάλη άγνοια». Επισημαίνεται δε ότι οι επικριτές τους χαρακτηρίζουν το νέο Πρόγραμμα Σπουδών «άλλοτε ως κοινωνιολογία της θρησκείας, άλλοτε ως κοινωνική ηθική, άλλοτε ως συγκριτιστική θρησκειο-λογία και άλλοτε ως πολιτιστικό μάθημα». Πάντως, οι ίδιοι οι συντάκτες του Νέου Προγράμματος Σπουδών αρνούνται αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
Έτσι, όπως γράφουν, το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών «υπερβαίνει την προ πολλού παρωχημένη κλειστή ομολογιακή προσέγγιση χωρίς, όμως, να μετατρέπει το μάθημα σε θρησκειολογικό». Το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών «χαρακτηρίζεται από ένα στιβαρό μορφωτικό πλαίσιο που αφορά στην οικεία θρησκευτική παράδοση και το οποίο δημιουργεί τις προϋποθέσεις και το κατάλληλο εκπαιδευτικό περιβάλλον για ένα άνοιγμα στην ετερότητα σε θεμιτό βαθμό καί, κυρίως, με βάση τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά, τις ουσιαστικές μορφωτικές ανάγκες και τα συνεχώς ανανεούμενα ερωτήματα των σημερινών παιδιών και εφήβων σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο».
Για να φανή ποιά είναι η άποψη των μελών της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, θα παρατεθή ένα σημείο του κειμένου της που δείχνει πώς λειτουργεί το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών.
«Το ΠΣ δεν είναι διδακτέα ύλη, δεν είναι κατάλογος μαθημάτων, δεν είναι διδακτικό εγχειρίδιο, δεν είναι βιβλίο του μαθητή. Το ΠΣ μπορεί να οδηγήσει στον σχεδιασμό πολλαπλά διαφοροποιημένης διδασκαλίας, ανάλογα με την τάξη και τον μαθητικό πληθυσμό που απευθύνεται ο εκπαιδευτικός. Στόν Οδηγό του Εκπαιδευτικού έχουν καταχωριστεί ολοκληρωμένα διδακτικά σενάρια και άφθονες διδακτικές προτάσεις που τεκμηριώνουν αυτή την θέση, αλλά και δείχνουν καθαρά ότι η κατηγορία για την απεμπόληση της πίστης είναι παντελώς έωλη».
Παρατηρώ όμως ότι ενώ προσπαθεί να αποφύγη την διάζευξη μεταξύ ομολογιακού-κατηχητικού και θρησκειολογικού, εν τούτοις περισσότερο μου ομοιάζει από πλευράς επιστημονικής μεθοδολογίας ότι έχει χαρακτήρα συγκριτικής θρησκειολογίας, που δημιουργεί μια ιδεολογική σύγχυση κυρίως στους μαθητές αυτών των ηλικιών. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά αυτή είναι η εντύπωση που απεκόμισα.
Διάβασα εκατοντάδες σελίδες που γράφηκαν από τους υποστηρικτές του Νέου Προγράμματος Σπουδών. Για να είμαι ακριβής θα έλεγα ότι η θεωρητική τους τοποθέτηση, αν και αντιβαίνει στις αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων, είναι πειστική και διακρίνεται από ρεαλισμό. Αλλά όταν προχώρησα να δώ πώς εφαρμόζονται όλα αυτά στην πράξη, τότε προβλημα-τίστηκα, τόσο από τον δραματοποιημένο τρόπο που παρουσιάζονται με διαθρησκειακή προοπτική όσο και με την ενδεικτική βιβλιογραφία που προτείνεται στους καθηγητές θεολόγους, η οποία, εν πολλοίς, αφορά μια συγκεκριμένη τάση θεολόγων.
Φυσικά δεν παραγνωρίζω τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα του Νέου Προγράμματος Σπουδών, ως προς την προσαρμοστικότητα, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε τάξεως, αλλά συγχρόνως αυτό μπορεί να προσκρούση στην αδυναμία του καθηγητή να προστρέξη στις πηγές, καθώς επίσης να δώση στον καθηγητή δυνατότητα να ξεφύγη από την κατεύθυνση της παιδείας, χωρίς να έχη κάποιο έλεγχο, αφού του δίνει αυτήν την ελευθερία το ίδιο το πρόγραμμα.
Πρέπει να υπογραμμισθή ότι η βασική αρχή που εμπνέει το προτεινόμενο Νέο Πρόγραμμα είναι ο λεγόμενος «θρησκευτικός γραμματισμός». Σημειώνεται ότι «στήν νέα θεώρηση του Μ.τ.Θ. προβάλλεται με έμφαση το αίτημα του θρησκευτικού γραμματισμού ως μία καίρια διάσταση της θρησκευτικής αγωγής, η οποία συμβάλλει στην διαμόρφωση πολιτών με θρησκευτική αυτοσυνειδησία και δεκτικότητα στον διάλογο με το διαφορετικό».
Τί σημαίνει όμως ο όρος «Θρησκευτικός γραμματισμός»; Ο όρος «γραμματισμός», όπως σημειώνεται στην Φιλοσοφία του Νέου Προγράμ-ματος Σπουδών των Θρησκευτικών, είναι απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρου «literacy», που μεταφράζεται «ως εγγραμματισμός ή/καί εγγραμμα-τοσύνη». Μέ την χρήση αυτή του όρου σκιαγραφείται «η δεξιότητα του μαθητή να επικοινωνεί με ποικίλα περιβάλλοντα, όχι αποκλειστικά με λεκτικά μηνύματα, αλλά και με μη γλωσικά κείμενα».
«Συνεπώς, ο θρησκευτικός γραμματισμός είναι κάτι περισσότερο από το να γνωρίζει κάποιος για την θρησκεία του άλλου, αν και αυτό θεωρείται σημαντικό βήμα. Το σπουδαίο είναι να μάθει να σέβεται τη θρησκεία των άλλων και να αντιλαμβάνεται τη συνεισφορά τους στην κοινωνική ζωή».
Έτσι, το προτεινόμενο Νέο Πρόγραμμα Σπουδών για το Λύκειο «ακολουθεί τη φιλοσοφία και τις αρχές του γραμματισμού έτσι όπως αποτυπώθηκαν στο Π.Σ. (Πρόγραμμα Σπουδών) Θρησκευτικών που δημοσιεύτηκε το 2011 και εφαρμόσθηκε «πιλοτικά» σε εξήντα οκτώ (68) Γυμνάσια στην Επικράτεια» για μια τριετία (2011-2014).
Θα κάνω μια μικρή παρουσίαση των βιβλίων του Γυμνασίου, τα οποία διδάχθηκαν στους μαθητές.
Στην Α’ Γυμνασίου υπάρχουν έξη θεματικές ενότητες. Στις πρώτες τέσσερεις γίνεται αναφορά στην δυναμική της Εκκλησίας στον κόσμο και πώς ζουν οι Χριστιανοί, και στις επόμενες δύο ενότητες γίνεται λόγος για τις μονοθεϊστικές θρησκείες, ήτοι τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ και για τις θρησκευτικές αναζητήσεις της μακρινής Ανατολής. Έτσι, στο βιβλίο αυτό χωρίζεται το εκκλησιαστικό από τις άλλες θρησκείες, αλλά το σημαντικό είναι ότι ο μαθητής της Α’ τάξεως Γυμνασίου έρχεται σε επαφή με τα Θρησκεύματα και τα πρόσωπά τους, τα κείμενα και τις αξίες, χωρίς να γνωρίση επαρκώς τον Χριστιανισμό, χωρίς να έχη βάσεις της δικής του παραδόσεως.
Στην Β’ Γυμνασίου διαφοροποιείται η μεθοδολογία των μαθημάτων. Ένα παράδειγμα. Η πρώτη θεματική ενότητα απαντά στο ερώτημα: «Μπορούν οι άνθρωποι να εικονίζουν τον Θεό»; Στις τρεις υποενότητες παρουσιάζεται η δύναμη της εικόνας, η απεικόνιση του Θεού στον Χριστιανισμό και η απεικόνιση του Θεού σε άλλες θρησκευτικές παραδόσεις, ήτοι τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ, τις Ανατολικές Θρησκείες και στον Ινδουϊσμό. Αυτό συνεχίζεται και στις επόμενες θεματικές ενότητες. Η τελευταία θεματική ενότητα, αναφέρεται «στήν Ορθοδοξία και τον Νέον Ελληνισμό».
Στην Γ’ Γυμνασίου συνεχίζεται η ίδια μεθοδολογία. Για παράδειγμα: Στην πρώτη ενότητα με θέμα «ο Χριστιανισμός στον σύγχρονο κόσμο», σε τέσσερεις υποενότητες, γίνεται αναφορά στις Χριστιανικές Εκκλησίες (Ορθόδοξη, Ρωμαιοκαθολική, Προτεσταντικές Ομολογίες, Αγγλικανική Εκκλησία) στην λατρεία και την τέχνη στην Ανατολή και την Δύση στην Ιεραποστολή και Διακονία και στο αίτημα της ενότητας (Αρχιερατική προσευχή του Χριστού, άρση αναθεμάτων, κοινή Διακήρυξη Ρωμαιοκα-θολικών-Ορθοδόξων, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Θεολογικοί διάλογοι).
Στην δεύτερη ενότητα με θέμα «τό ζήτημα της Θρησκείας στην σύγχρονη Ευρώπη», υπάρχουν έξη υποενότητες, ήτοι: Η θρησκεία στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες της Ευρώπης η Ευρώπη σήμερα: Τάσεις και στάσεις απέναντι στην Θρησκεία (η θρησκευτική πίστη ως ιδιωτική υπόθεση, αθεϊσμός και αντιχριστιανισμός, σχετικοποίηση, εσωτερισμός, φαινόμενα αρχαιολατρείας, αντισημητισμός και ισλαμοφοβία, θρησκευτικός φοντα-μεταλισμός) ο σεβασμός του άλλου στον Χριστιανισμό ο σεβασμός του άλλου στις θρησκείες του κόσμου (Ισλάμ, Ινδουϊσμός, Βουδισμός ανοχή απέναντι στις ποικίλες θρησκευτικές εκφράσεις) προσπάθειες των θρησκειών για διάλογο και συνύπαρξη οι θρησκείες στην εκπαίδευση των Ευρωπαίων μαθητών.
Στις πέντε επόμενες ενότητες γίνεται λόγος για τις «σύγχρονες θρησκευτικές μορφές στην Ορθοδοξία και τον κόσμο»∙ «πού είναι ο Θεός;»∙ «η οδύνη του σύγχρονου κόσμου και το αίτημα της σωτηρίας από το κακό»∙ «η ελπίδα και αγωνία για την μεταμόρφωση της ζωής και του κόσμου»∙ «από την αρχή μέχρι το τέλος του κόσμου»∙ «διευρύνοντας τις εμπειρίες μας – χτίζοντας τον κόσμο μας».
Η θεματολογία αυτή, νομίζω, παρά τα ενδιαφέροντα θέματα, είναι πολύ φορτική για την ηλικία των μαθητών, αλλά και δύσκολη για τον διδάσκοντα Καθηγητή, και τελικά το περιεχόμενό τους και η μεθοδολογία τους έχουν χαρακτήρα συγκριτικής θρησκειολογίας.
Για παράδειγμα, στην ενότητα για τις «σύγχρονες θρησκευτικές μορφές στην Ορθοδοξία και τον κόσμο», γίνεται λόγος: Από την Ορθοδοξία, για τον άγιο Πορφύριο, τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, τον Νίκο Νησιώτη, τον νεομάρτυρα Αλέξανδρο Σμάρελ, τον Ολιβιέ Κλεμάν. Από τις σύγχρονες χριστιανικές παρουσίες γίνεται λόγος για την Μητέρα Τερέζα, τον Μπονχέφερ, τον Μάρτιν Λούθερ Κίγνκ και τον Τούτου. Από τις άλλες θρησκευτικές εκφράσεις γίνεται λόγος για τον Γκάντι.
Το προτεινόμενο Νέο Πρόγραμμα Σπουδών για το Λύκειο δεν διδάχθηκε, δηλαδή δεν εφαρμόσθηκε στα Λύκεια. Όμως, σχεδιάσθηκε βάσει της βασικής θεωρίας μαθήσεως που καλείται «εποικοδομισμός» σύμφωνα με την οποία «μάθηση δεν είναι η απόκτηση γνώσεων με τη μεσολάβηση των γνωστικών δομών και διαδικασιών του ατόμου, αλλά μια διαδικασία δόμησης και αναδόμησης». Αυτό σημαίνει ότι ο μαθητής δεν προσλαμβάνει την γνώση έτοιμη από τον διδάσκοντα, αλλά καλείται να την «οικοδομήση» μόνος του.
Δύο είναι οι προτεινόμενες μέθοδοι για την πρόσκτηση της γνώσης. Η πρώτη είναι η Βιωματική μέθοδος η οποία ακολουθεί τα στάδια-βήματα που σχεδιάζονται ως εξής: βιώνοντας, νοηματοδοτώντας, αναλύοντας, εφαρμό-ζοντας. Η δεύτερη είναι η Διερευνητική μέθοδος με τα εξής στάδια: περιγράφοντας, εφαρμόζοντας, διερευνώντας, αναπλαισιώνοντας, αξιολογώντας.
Τελικά, οι μαθητές καλούνται να ενθυμηθούν, να παίξουν να δραμματο-ποιήσουν την πληροφόρηση ανάλογα με μια από τις δύο προτεινόμενες μεθόδους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, χρησιμοποιώντας διάφορους τρόπους, όπως «καταιγισμός ιδεών», «Σκέψου, Συζήτησε, Μοιράσου», «καθοδηγούμενος διάλογος», «ανακριτική καρέκλα» κλπ.
Δεν θα αναφέρω παραδείγματα για το πώς εφαρμόζονται στην πράξη όλα αυτά, αλλά εκείνο που θέλω να υπογραμμίσω είναι ότι ως προς το ευαίσθητο θέμα της θρησκείας και πολύ περισσότερο της Ορθοδόξου θεολογίας, δεν πρέπει να υπάρχη αποκλειστική προσήλωση στο «πώς» θα διδαχθή το μάθημα, αλλά και στο «τί» θα διδαχθή. Η σύγχρονη παιδαγωγική προσφέρει το «πώς» θα παρουσιασθή ένα μάθημα, αλλά αυτό που έχει καίρια σημασία είναι και το «τί», δηλαδή το ίδιο το θέμα. Αυτό είναι μεγάλο θέμα και εδώ απλώς το έθιξα.
Δεν είμαι διδάσκων καθηγητής για να γνωρίζω από προσωπική πείρα τα θέματα αυτά, το πώς εφαρμόζονται στο Σχολείο, γι’ αυτό και ερώτησα σχετικώς έναν επιστήμονα θεολόγο, ο οποίος διδάσκει στην Μέση Εκπαίδευση, το Σχολείο του χαρακτηρίσθηκε ως πιλοτικό και προέβη σε διδακτικές εφαρμογές με βάση το νέο Πρόγραμμα Σπουδών του Γυμνασίου, ύστερα από σχετική επιμόρφωση καί, επομένως, έχει σαφή γνώση του αντικειμένου αυτού. Σάς μεταφέρω τις γραπτές εντυπώσεις του.
«Η θεματική αντιμετώπιση του φαινομένου της θρησκείας, η οποία προτείνεται, με την ταυτόχρονη σύγκριση ιδεολογιών, ομολογιών, θρησκειών δημιουργεί σοβαρά προβλήματα τόσο κατανόησης στα παιδιά όσο και επιστημονικής μεθοδολογίας.
Συγκεκριμένα, η θεματική-κοινωνιολογική ανάλυση που προτείνεται καταργεί την ιστορική διάρθρωση της ύλης με άμεσο αποτέλεσμα την αποσπασματικότητα της θεματικής πραγμάτευσης.
Έπειτα, οι ώρες που προτείνονται για να καλύψουν κάθε θέμα είναι λιγοστές σε άμεση αναφορά με την προηγούμενη άγνοια των ιστορικών θεμελίων του υπό εξέταση θρησκευτικού ζητήματος και με δεδομένο ότι ζητούμενο είναι η κριτική αποτίμηση πολλαπλών θρησκειών, ιδεολογιών και ομολογιακών διαφορών. Ενδεικτικά στην Α’ Γυμνασίου παιδιά σε πολύ μικρή ηλικία καλούνται σε 3 δίωρα να κατανοήσουν και να συγκρίνουν (!) Βουδισμό, Ταοϊσμό, Ινδουισμό και Κομφουκιανισμό. Μάλιστα να αναγνωρίζουν σύμβολα, μνημεία, ιερά κείμενα, ιερά πρόσωπα, να εντοπίζουν τις επιδράσεις των θρησκειών στην τέχνη και τον πολιτισμό. Και αυτά σε 5-6 ώρες παιδιά 13 ετών, ενώ στο Πανεπιστήμιο κάθε ένα από αυτά διδάσκεται σε διαφορετικό μάθημα ενίοτε και εξάμηνο.
Αυτονόητη συνέπεια εκτός από την αποσπασματικότητα είναι και η ισχυρή συσκότιση κάθε κατανόησης από τους μαθητές, αφού τους ζητούνται πολλαπλά πράγματα χωρίς να έχουν τα ιστορικά θεμέλια να τα κατανοήσουν. Μπορεί η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων να επιμένη στο ότι το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών είναι πρόγραμμα διαδικασίας, το οποίο προσαρμόζεται στο επίπεδο κάθε τάξης, ωστόσο οι τιθέμενοι εκπαιδευτικοί σκοποί και στόχοι αφορούν κριτικές αποτιμήσεις φαινομένων, θρησκειών, ιδεολογιών και ακριβή γνώση επιμέρους θεμάτων. Άρα ο διδάσκων δεν μπορεί να μήν υπηρετήση τους παραπάνω στόχους, οι οποίοι για τους παραπάνω λόγους παραμένουν αναπόφευκτα ανολοκλήρωτοι.
Η μόνη εξ αυτών αναπόφευκτη συνέπεια είναι μια προσέγγιση φαινομενολογική και αβαθής, η οποία περισσότερο παραπέμπει σε τουριστική ξενάγηση παρά σε μια βαθιά κατανόηση και γνώση. Διότι όταν π.χ. στην Α’ Γυμνασίου σε 5-6 διδακτικές ώρες ζητούμενο είναι πέντε (5) αιώνες Χριστιανισμού με θέματα όπως αρχαία Εκκλησία και εκκλησιολογικές δομές, διωγμοί, μοναχισμός, χριστιανική ανθρωπολογία και Πατέρες της Εκκλησίας, χωρίς καμμιά απολύτως βάση στα θέματα Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, τότε το μόνο που μπορεί να προλάβη κανείς να πραγματευτή είναι κάποιες ελάχιστες επιφανειακές διαπιστώσεις. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και σε περιπτώσεις όπως η Β’ και Γ’ Γυμνασίου, όπου ζητείται π.χ. από μαθητές μια κριτική αποτίμηση ενός φαινομένου στις θρησκείες, ενώ δεν έχει προηγηθεί καμιά συστηματική και ιστορική πραγμάτευσή τους. Ήδη οι μαθητές στην Β’ Λυκείου με το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών εκφράζουν την έντονη δυσφορία τους από την δυσκαταληψία της θρησκειολογίας. Ας φανταστή κανείς τί θα γίνη, αν χωρίς προϋποθέσεις και αποσπασματικά εισαχθούν κομμάτια θρησκειολογικά στις υπόλοιπες τάξεις.
Το πρόβλημα δεν είναι η εισαγωγή της πολυθρησκευτικότητας και της πολυπολιτισμικότητας στο πρόγραμμα εν είδει ενός θρησκευτικού εγγραμ-ματισμού. Το πρόβλημα είναι ότι συσσωρεύονται όλα μαζί ανοργάνωτα και άτακτα, χωρίς καμιά άλλη λογική εκτός από την υποτιθέμενη θεματική αντιμετώπιση θρησκευτικών φαινομένων που αρμόζει στην ηλικία και τα ενδιαφέροντα των παιδιών. Μιά ιστορική θρησκειολογία θα ήταν ωφελιμότερη, εν προκειμένω θα ήταν ασύγκριτα προτιμότερη, διότι δεν θα σύγκρινε τα πάντα με τα πάντα, αλλά αντ’ αυτού θα προσέγγιζε μεθοδικά κάθε θρησκεία.
Εφ’ όσον είναι αίτημα των καιρών η εισαγωγή της πολυθρησκευτικότητας και της πολυπολιτισμικότητας, κανείς δεν αρνείται την υλοποίηση του αιτήματος. Ωστόσο, με παιδαγωγικά εύληπτο τρόπο και λογική και ιστορική συγκρότηση των γεγονότων.
Η έμφαση στον νέο τύπο προγράμματος ως προγράμματος διαδικασίας κατά το οποίο ο κάθε διδάσκων υλοποιεί μόνος του την διδασκαλία χωρίς παρουσία εγχειριδίου, καταργεί μια μεθοδική και επιστημονική έκθεση της ύλης από ειδικούς επιστήμονες και αφήνει στον αυτοσχεδιασμό και το φιλότιμο του διδάσκοντος την κατάρτιση των θρησκευτικών γνώσεων. Μέ αποτέλεσμα οι διδάσκοντες ως μη ειδικοί σε επιμέρους ζητήματα να ανατρέχουν στο διαδίκτυο, όπου μπορεί να συναντήση κανείς κάθε είδους ανακρίβεια και παραπληροφόρηση περί των θεμάτων. Συνεπώς, το εγχειρίδιο είναι απαραίτητο ως υποκείμενο στον επιστημονικό έλεγχο, και από εκεί και πέρα ο διδάσκων είναι ελεύθερος να το εμπλουτίση ή να το προσαρμόση αναλόγως του επιπέδου της τάξης του.
Αντίθετα, δεν αναιρείται κανένα παιδαγωγικό πλεονέκτημα του Νέου Προγράμματος Σπουδών με μια ιστορική και κειμενική διάρθρωση της ύλης, όπως αυτή υπάρχει στο ισχύον Πρόγραμμα. Μέ έναν μεθοδικό τρόπο μπορούν να εξετασθούν βήμα προς βήμα όλα τα θρησκευτικά φαινόμενα, χρησιμοποι-ώντας κάθε τεχνική που προσφέρει το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών. Εξάλλου βασική θέση του Προγράμματος είναι ότι τα πάντα μπορούν να διδαχθούν σε όλους με προσαρμογή στο επίπεδο των μαθητών και σπειροειδώς επαναλαμ-βανόμενα. Συνεπώς, η κριτική του παρόντος Προγράμματος ότι υποφέρει από ακαδημαϊσμό κατά την διάρθρωση της ύλης δεν ευσταθεί».
Νομίζω ότι οι παρατηρήσεις αυτές είναι καίριες και σημαντικές.
3. Πρόταση για την επίλυση του θέματος
Μετά τα όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, θέλω να προχωρήσω στην πρότασή μου για την επίλυση του θέματος.
Εισαγωγικά θέλω να τονίσω ότι ο Σταύρος Γιαγκάζογλου σ’ε άρθρο του με τίτλο «Το μάθημα των Θρησκευτικών και το ζήτημα της απαλλαγής» μεταξύ άλλων γράφει:
«Το υφιστάμενο μάθημα των θρησκευτικών, όπως και οι γενικότεροι προσανατολισμοί και οι επιλογές της δημόσιας εκπαίδευσης, πέρασε από διάφορες φάσεις, με αποτέλεσμα να μήν είναι πλέον μονοφωνικό ή κατηχητικό ή αυστηρά ομολογιακό. Σήμερα τείνει σταθερά να είναι ένα μάθημα ανοικτό, πλουραλιστικό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές ομολογίες αλλά και τις άλλες θρησκείες με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Ως εκ τούτου, το υφιστάμενο μάθημα των Θρησκευτικών συνιστά γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, τις αξίες και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και η ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκεται το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά και οι μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις των λαών. Ακόμη, στο πλαίσιο του μαθήματος, τα κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου προσεγγίζονται με πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής, χωρίς ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ή μισαλλοδοξία. Μέ άλλα λόγια, το σύγχρονο μάθημα των Θρησκευτικών βοηθά στην κατανόηση της παράδοσης και εκφράζει τον θρησκευτικό πολιτισμό μας με σεβασμό προς κάθε ετερότητα».
Φυσικά, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, πρέπει να υπάρξουν «προοπτικές περαιτέρω αλλαγής του θεσμικού πλαισίου του μαθήματος των θρησκευτικών».
Επίσης, η Πανελλήνιος Ένωσις Θεολόγων σε πρόσφατη αναφορά της προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας (7-10-2015) μεταξύ άλλων γράφει:
«Η ΠΕΘ δεν είναι αντίθετη με τη διδασκαλία των θρησκειών στο ελληνικό σχολείο σε ηλικιακό και πνευματικό στάδιο, που μπορεί αυτές να γίνουν κατανοητές από τους μαθητές, χωρίς τον κίνδυνο της σύγχυσης. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στην βιωματική διδασκαλία της χριστιανικής πίστης από την μία και στην πληροφόρηση των μαθητών, γενικά, για το θρησκευτικό φαινόμενο και την ιστορία των θρησκειών από την άλλη. Απαραίτητη και απαραβίαστη προϋπόθεση, επίσης, για την διδασκαλία των θρησκειών θεωρούμε ότι είναι η μεθοδική εξέταση και έρευνα κάθε θρησκείας ξεχωριστά και όχι όλων μαζί στην κάθε ώρα διδασκαλίας, με την μορφή του θρησκευτικού συγκρη-τισμού…».
Επομένως, απ’ όλες τις κατευθύνσεις τονίζεται ότι σε κάποια σημεία πρέπει να γίνουν αλλαγές και βελτιώσεις του μαθήματος των Θρησκευτικών, όπως διδάσκεται σήμερα. Μέσα σε αυτήν την προοπτική κινείται η πρότασή μου.
Νομίζω ότι η επίλυση του θέματος πρέπει να έχη ως βάση το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών, το οποίο θα το βελτιώση περισσότερο ενισχύοντας τα θρησκειολογικά στοιχεία που έχει και μπορεί ν’α γίνη κατά κάποιον τρόπο σύνδεση των δύο διϊσταμένων προτάσεων με την προϋπόθεση ότι δεν θα αντιβαίνη στις αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Η βάση της προτάσεως είναι ότι σε κάθε βιβλίο κάθε τάξεως του ισχύοντος Προγράμματος Σπουδών, από τις περίπου 30 ενότητες οι έξι από αυτές ήτοι ποσοστό 20% να αφιερώνωνται στα άλλα Θρησκεύματα και τις άλλες Ομολογίες σε σχέση με την θεματολογία τους. Αυτό, όμως, θα γίνεται προς το τέλος του βιβλίου, αφού προηγουμένως οι μαθητές, των οποίων η πλειοψηφία ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, θα αποκτούν βάσεις και μετά θα έχουν την δυνατότητα να επεκτείνωνται σε άλλους θρησκευτικούς χώρους. Ακόμη, αυτό θα βοηθήση και τους μαθητές άλλων Θρησκευμάτων να αποκτούν γνώση του πολιτισμού της χώρας στην οποία διαβιούν, αφού μάλιστα αυτή η χώρα δεν τους περιφρονεί, διότι διδάσκονται και τα δικά τους θρησκεύματα στο μάθημα των Θρησκευτικών.
Μελετώντας όλα αυτά και συζητώντας με καθηγητή θεολόγο που «παλεύει» μέσα στην τάξη να κάνη καλά το έργο του με υπευθυνότητα, για το πώς μπορεί να γίνη μια τέτοια επεξεργασία και διάρθρωση στο τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών, διαμορφώσαμε την εξής πρόταση, με β’άση τα βιβλία που διδάσκονται σήμερα:
Α’ Γυμνασίου: Παλαιά Διαθήκη (Γριζοπούλου-Καζλάρη)
Στο βιβλίο κεντρικός άξονας είναι οι κειμενικές παραθέσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Θα βελτιωνόταν αν παρέθετε εκτενέστερα τα κείμενα, αντί να τα αφηγούνται οι συγγραφείς του βιβλίου. Θα μπορούσε στις τελευταίες ενότητες και οπωσδήποτε αυτόνομα και ξεχωριστά να τεθούν δυό παράλληλες θρησκειολογικές θεωρήσεις α) του Ιουδαϊσμού και β) του Ισλάμ σε αναφορά με την Παλαιά Διαθήκη, ούτως ώστε να μήν δημιουργήται σύγχυση στο μυαλό των παιδιών από τις υποτιθέμενες θρησκειολογικές συγκρίσεις. Ο σκοπός της παράθεσης του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ αφορά την πρόσληψη της Παλαιάς Διαθήκης και την διαμόρφωση της θεολογίας των εν λόγω θρησκειών μέσα από αυτήν την πρόσληψη.
Το βιβλίο αυτή την στιγμή έχει 30 ενότητες. Οι έξι (τό 20 %) από αυτές μπορούν να αφιερωθούν στα άλλα δυό θρησκεύματα. Ούτως ή άλλως η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι αποκλειστικό κτήμα του Χριστιανισμού για να κατηγορηθούν οι Θεολόγοι ότι διδάσκουν μονομερώς τα του Χριστιανισμού.
Β’ Γυμνασίου: Καινή Διαθήκη (Τσανανάς-Μπάρλος)
Ίσως είναι το καλύτερο βιβλίο και των έξι τάξεων, κατά τις απόψεις των διδασκόντων. Το κύριο πλεονέκτημά του είναι η παράθεση αυτουσίου του κειμένου της Καινής Διαθήκης. Στο σύνολο 35 ενοτήτων θα μπορούσαν να παρατεθούν ίσως τα νευραλγικά σημεία ορθοδοξίας, ρωμαιοκαθολικισμού και προτεσταντισμού. Αυτό καλύτερα να γίνη πάλι στο τέλος του βιβλίου για να μήν επικρατήση η σύγχυση. Πρώτα άς μπούν οι μαθητές στις πηγές και κατόπιν στην ερμηνεία τους.
Γ’ Γυμνασίου: Εκκλησιαστική Ιστορία (Καραχάλιας-Μπράτη-Φίλιας-Πασσάκος)
Μάλλον είναι το δυσκολότερο βιβλίο όλων των τάξεων εξαιτίας του έντονου δοκιμιακού του ύφους. Τα παιδιά έχουν άγνωστες λέξεις σε κάθε πρόταση. Η δε δοκιμιακή σύνταξη το καθιστά στα παιδιά κάπως ακατάληπτο.
Προτείνεται, χωρίς να αλλάξη η θεματική του, να παρατεθούν πολύ περισσότερες πηγές στην νεοελληνική, οι οποίες σε κάθε περίπτωση είναι ασύγκριτα πιο βιωματικές και εύληπτες. Παραδείγματα: Εκτενή παραθέματα από τις Πράξεις Αποστόλων για την πρώτη Εκκλησία και την ιεραποστολή, συναξάρια μαρτύρων, διατάγματα αυτοκρατόρων, θεολογικά κείμενα Πατέρων, όροι των Συνόδων, κείμενα των φράγκων και δυτικών (Ανσέλμου, Λούθηρου, Αυγουστίνου, Ακινάτη).
Μέ βάση αυτά μπορεί να γίνη μια εκτενής αποτίμηση στο τέλος του βιβλίου για τα πολιτιστικά θεμέλια της χριστιανικής Ευρώπης, όπως και για τις αφορμές που έδωσαν αυτά τα κείμενα στην πολεμική του Διαφωτισμού απέναντι στην Εκκλησία σε Ευρώπη και Ελλάδα. Εδώ μπορεί να αναπτυχθή η πολιτιστική τροπή της Ευρώπης τους τελευταίους 2-3 αιώνες με την ανάπτυξη της επιστήμης και συχνά αντιθετικά με την θρησκεία.
Α’ Λυκείου: Ορθόδοξη Πίστη και Λατρεία (Γκότσης – Μεταλληνός – Φίλιας)
Το βιβλίο είναι αρκετά εξειδικευμένο για τους καιρούς μας. Το βιβλίο θεωρεί δεδομένο ότι απευθύνεται σε Χριστιανούς κατηχούμενους και αυτό πλέον μοιάζει για μειονέκτημα. Χρησιμοποιεί πολύ εκφράσεις τύπου «Ο Χριστός μας», «Η θρησκεία μας», ενώ πλέον οι εκκλησιαζόμενοι μαθητές είναι μειοψηφίες, με τον αριθμό των αλλοδαπών να φθάνη στο 40% κάποιες φορές.
Ίσως θα πρέπει με βάση την δογματική διδασκαλία να καταρτισθή η δομή των Μυστηρίων, και με βάση την δογματική των άλλων Ομολογιών να παρατεθούν οι όποιες λατρείες αυτών. Τέλος μπορεί να γίνη μια θρησκειολογική παράθεση δογμάτων και λατρείας στις τελευταίες ενότητες.
Β’ Λυκείου: Χριστιανισμός και Θρησκεύματα (Μόσχος-Δρίτσας-Παπαλεξαν-δρόπουλος )
Το βιβλίο αυτό θεωρείται πολύ δύσκολο από τους μαθητές, ωστόσο παραμένει πολύτιμο και βαθύ στην πραγμάτευση των θεμάτων. Θα μπορούσε να ενισχυθή κειμενικά.
Πρέπει να σημειωθή ότι θα μπορούσε η ύλη της Β’ Λυκείου να διδαχθή στην Α’ Λυκείου και της Α’ Λυκείου να περάση στην Β’ Τάξη. Αυτό έχει το μειονέκτημα του μικρότερου της ηλικίας ΚΑΤΑ ΕΝΑ ΕΤΟΣ, αλλά το τεράστιο πλεονέκτημα ότι όλα τα παιδιά στην Α’ Λυκείου δίνουν βάρος σε όλα τα μαθήματα και δεν έχει ξεκινήσει η προετοιμασία των πανελληνίων, όπως γίνεται κατά την Β’ Λυκείου, όπου κάθε μη πανελλαδικώς εξεταζόμενο περνάει στο περιθώριο. Έτσι εύκολα θα γίνη και η μετάβαση από το δόγμα στις μορφές Λατρείας.
Γ’ Λυκείου: Χριστιανική Ηθική (Μπέγζος – Παπαθανασίου)
Το βιβλίο υποφέρει από τον εκτενή δοκιμιακό λόγο. Τα θρησκευτικά στην Γ’ Λυκείου είναι μόνο μια ώρα και δεδομένου ότι οι μαθητές στο σπίτι δεν διαβάζουν ποτέ λόγω πανελληνίων, όλη η εργασία αναγκαστικά γίνεται στο Σχολείο. Κρίνεται σκόπιμο να πολλαπλασιαστούν οι πηγές της Ηθικής και οι μαθητές με τον καθηγητή να τις χειριστούν κατά το δοκούν, αντί να παρατίθεται ένα εκτενές δοκίμιο έτοιμων απαντήσεων.
Ύστερα από όλα αυτά νομίζω ότι μελετώντας οι μαθητές της Α’ Γυμνασίου την Παλαιά Διαθήκη, θα έχουν την δυνατότητα να δουν πώς ερμηνεύεται από τον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό και τον Ισλαμισμό∙ οι μαθητές της Β’ Γυμνασίου θα δουν πώς η Καινή Διαθήκη ερμηνεύεται από την Ορθοδοξία και τις άλλες Ομολογίες∙ οι μαθητές της Γ’ Γυμνασίου θα διαπιστώσουν πώς η εκκλησιαστική ιστορία αναπτύχθηκε εν μέσω ποικίλων ιδεολογιών και θρησκευτικών ρευμάτων∙ οι μαθητές της Α’ Λυκείου θα καταλάβουν πώς λατρεύεται ο Θεός σε όλες τις θρησκείες, κατ’ εξοχήν όμως στην Ορθόδοξη Εκκλησία∙ και οι μαθητές της Β’ και Γ’ Λυκείου θα έχουν την ευκαιρία να εξετάσουν πώς οι άνθρωποι όλων των Θρησκειών και Ομολογιών μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής.
Για την πρόταση αυτή κανένα από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το κάθε ένα από τα δύο Προγράμματα δεν αναιρείται, διότι: Πρώτον, δημιουργείται μια ιστορική και χρονολογικά εκτενής αναλυτική συγκρότηση των θρησκευτικών φαινομένων. Δεύτερον, αξιοποιείται κάθε δυνατή παιδαγωγική μέθοδος της σύγχρονης επιστήμης. Καί, τρίτον, ο διδάσκων έχοντας μια μεθοδική – αναλυτική, ιστορικοφιλολογική βάση μπορεί να προσαρμόση το μάθημα στο επίπεδο της τάξης του και να χρησιμοποιήση ό,τι μέσα διδασκαλίας θεωρεί καταλληλότερα.
Ένα τέτοιο μάθημα θα μπορούσαν να παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, εκτός από τους άθρησκους και άθεους, οι οποίοι θα ήθελαν να απαλλαγούν, και αυτό τους το επιτρέπει η ισχύουσα νομοθεσία.
Ο Νομικός Σύμβουλος της Ιεράς Συνόδου κ. Θεόδωρος Παπαγεωργίου σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του με τίτλο «Νόμιμοι λόγοι εξαίρεσης από την παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών», το οποίο πρόκειται προσεχώς να δημοσιευθή, κάνει ανάλυση του ισχύοντος Συντάγματος και της νομοθεσίας ως προς το μάθημα των Θρησκευτικών ως κριτηρίου απαλλαγής, παρουσιάζει δε τα σύγχρονα πορίσματα από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως προς τον νόμιμο λόγο εξαίρεσης και υποστηρίζει ότι τελικά μπορούν να απαλλαγούν από το μάθημα των Θρησκευτικών για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, οι οποίοι ορίζονται, όπως έχει αποφανθή σχετικώς το Διοικητικό Εφετείο Χανίων, που είδαμε πιο πάνω.
Άλλη πρόταση-λύση, προς το παρόν, δεν μπορεί να υπάρξη για την επίλυση του θέματος αυτού.
Άν μερικοί επιμείνουν στο να εισαχθή ένα διαθρησκειακό συγκριτικής θρησκειολογίας μάθημα Θρησκευτικών, τότε θα συμβούν τρία γεγονότα.
Πρώτον, θα κινούνται έξω από το Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας, τις ερμηνευτικές αποφάσεις των Ελληνικών Δικαστηρίων, αλλά και της Ευρωπαϊκής πρακτικής.
Δεύτερον, οι άθεοι και οι άθρησκοι και πάλι θα ζητήσουν απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, για τους δικούς τους λόγους και επειδή θα διδάσκεται από έναν ορθόδοξο θεολόγο.
Τρίτον, οι ετερόδοξοι και ετερόθρησκοι θα ζητήσουν απαλλαγή από ένα τέτοιο μάθημα, το οποίο θα έχη συγκρητιστικό περιεχόμενο και μάλιστα θα διδάσκεται και από έναν Ορθόδοξο θεολόγο, καί
Τέταρτον, θα ζητήσουν επί πλέον και οι Ορθόδοξοι γονείς των μαθητών να απαλλάσσωνται τα παιδιά τους από ένα τέτοιο διαθρησκειακό μάθημα, για λόγους «θρησκευτικής συνειδήσεως», ώστε να μη αμβλυνθή το ορθόδοξο κριτήριο στα παιδιά τους.
Επομένως, ούτως ή άλλως, μια τέτοια ενέργεια θα συντελέση ώστε το μάθημα των Θρησκευτικών να καταργηθή από τα Σχολεία εν τοίς πράγμασιν. Αυτό είναι φοβερό, εκτός κι αν κάποιοι το επιθυμούν.
4. Απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών
Νομίζω ότι εάν τα προγράμματα καταρτισθούν σύμφωνα με την πρόταση που εξέθεσα και οι διδάσκοντες θεολόγοι είναι κατάλληλοι φορείς της αγωγής, τότε δεν θα υπάρχη η τάση να ζητούν οι γονείς και οι μαθητές την απαλλαγή τους από το μάθημα των Θρησκευτικών.
Εν πάση περιπτώσει, η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί να ισχύση, όταν συντρέχουν δύο όροι.
Ο πρώτος όρος, όταν δηλώνεται από τους μαθητές ή τους γονείς τους ότι οι μαθητές θέλουν να απαλλαγούν για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, επειδή είναι «ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι και άθεοι ή άθρησκοι», όπως επιτάσσει η νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Ο δεύτερος όρος είναι όσοι ζήτησαν να απαλλαγούν, θα πρέπει να διδαχθούν άλλο μάθημα, το οποίο θα αναφέρεται στον πολιτισμό της χώρας. Στο πολιτιστικό αυτό μάθημα θα έχουν την δυνατότητα οι μαθητές να μάθουν το πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί όταν κανείς δεν δέχεται τον κοινωνικό χώρο στον οποίον ζή, με την όλη πολιτιστική του δομή, τότε θα απωθηθή στο λεγόμενο περιθώριο της κοινωνίας.
Όταν κάνουμε λόγο για περιθώριο της κοινωνίας εννοούμε τα διάφορα γκέτο, οι κοινότητες που βρίσκονται σε κατάσταση κοινωνικής μειονεξίας, ο «εξω-κοινωνικός χώρος», όσοι βρίσκονται σε «κοινωνικό αποκλεισμό», και γενικά περιθωριακός άνθρωπος είναι εκείνος που είτε με την θέλησή του είτε χωρίς αυτήν, απομακρύνεται από την κοινωνία ή ο τρόπος παραγωγής τον πετάει έξω από την κοινωνία έστω για λίγο χρονικά διάστημα (Αριστείδης Βαρριάς, Περιθωριακότητα και Εκκλησία).
Βέβαια, μερικοί ισχυρίζονται ότι για να απαλλαγούν από το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν θέλουν να εκφράσουν την θρησκευτική ή αθεϊστική τους συνείδηση για να προστατευθούν, γι’ αυτό ζητούν την απαλλαγή τους, χωρίς να προσδιορίζουν τα ιδεολογικά πιστεύματά τους.
Όμως, το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθή για δύο σοβαρούς λόγους.
Ο πρώτος λόγος, σύμφωνα με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, είναι ότι σε κάθε ευνομούμενη Πολιτεία υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, στις οποίες επιτρέπεται και επιβάλλεται «η γνωστοποίηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων του ατόμου προς το κράτος». Αυτές οι γνωστοποιήσεις είναι «πολύ συχνά αναγκαίες για την ατομική ή ομαδική άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας, είτε ως ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, είτε ως ελευθερίας του θρησκευτικού συνεταιρισμού, είτε ως ελευθερίας της λατρείας».
Μερικά παραδείγματα με τα οποία ο πολίτης γνωστοποιεί τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι η δήλωση μη εκπλήρωσης «τών στρατιωτικών υποχρεώσεων για λόγους συνειδησιακής αντίρρησης» που τεκμηριώνεται∙ η δήλωση και τέλεση θρησκευτικού γάμου, «εφόσον αυτή καταχωρίζεται από την αρμόδια κρατική αρχή και έχει έννομες συνέπειες»∙ η δήλωση σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη σε ποιά εκκλησία ανήκει ένας πολίτης που έχει σχέση με την φορολογία∙ η δήλωση για το όνομα ενός ανθρώπου και η αλλαγή του ονόματος «λόγω αλλαγής θρησκευτικών πεποιθήσεων», αλλά και η αμφίεση όταν το κράτος τηρεί φωτογραφικό αρχείο∙ η αίτηση των μελών «μιάς θρησκευτικής συσσωμάτωσης» για την ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου∙ η ζήτηση αδείας για ίδρυση ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού∙ η ίδρυση θρησκευτικού σωματείου και η εγγραφή στα βιβλία του Πρωτοδικείου της έδρας του ή η σύσταση ιδρύματος θρησκευτικού χαρακτήρα με την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος.
Γενικά, «η δήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων προς κρατική αρχή είναι σε αρκετές περιπτώσεις στοιχείο αναγκαίο για την θετική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, ιδίως όταν οι φορείς άσκησής της συνιστούν μειονότητα σε σχέση με την επικρατούσα θρησκεία, αλλά και όχι μόνον».
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο φόβος να υποστούν οι μαθητές διάφορες συνέπειες, εάν αποκαλύψουν το θρήσκευμά τους, δηλώνει την ύπαρξη ενός Κράτους που δεν λειτουργεί με δημοκρατικό τρόπο. Μιά καλώς ευνομούμενη Δημοκρατία προστατεύει τους πολίτες της, ακόμη και αυτούς που αποτελούν μειοψηφία, με τους θεσμούς, τους νόμους, οπότε δεν πρέπει να υφίσταται κίνδυνος καταδιώξεως ή καταπατήσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Άλλωστε, εμείς στην Ελλάδα έχουμε δώσει δείγματα, ακόμη και σε δύσκολες περιστάσεις, ότι είμαστε ευαίσθητοι σε κάθε ξένον, πρόσφυγα, μετανάσταση, αλλόθρησκο και αλλόδοξο και προστατεύουμε τα δικαιώματά τους το να πιστεύουν και να λατρεύουν σύμφωνα με τις ατομικές τους πεποιθήσεις. Εάν παρατηρήθηκαν διάφορες εκτροπές, αυτό είναι εξαίρεση του κανόνος.
Μακαριώτατε,
αγαπητοί αδελφοί
Μέ την εισήγησή μου αυτή δεν φιλοδόξησα να εξαντλήσω το θέμα του περιεχομένου και της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών, αλλά να θίξω μερικές πλευρές του. Κυρίως εκείνο που ήθελα να τονίσω είναι ότι θα πρέπει να υπερβούμε τις αντιπαλότητες, να βρούμε μια λύση, η οποία να συγκεράση τις δύο αντίθετες πλευρές.
Η πρότασή μου, λοιπόν, είναι να επικεντρωθή το ενδιαφέρον στο τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών με την δική του θεματική μεθοδολογία, στο οποίο όμως να γίνουν μερικές βελτιώσεις, εντάσσοντάς το στα σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, οπότε να εισαχθούν σε κάθε βιβλίο –όχι σε κάθε μάθημα– μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ανάλογα με την θεματολογία του βιβλίου, αφού όμως δοθή προτεραιότητα στην ορθόδοξη παράδοση, την οποία ακολουθεί η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, αλλά και να χρησιμοποιηθούν ως εφαρμογές και τα καλά στοιχεία του Νέου Προγράμματος Σπουδών.
Αυτή η πρόταση είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, τις αποφάσεις των Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων της Χώρας μας και της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ωστόσο, μόνον οι ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι και οι άθρησκοι έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να ζητήσουν απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, με την υποχρέωση όμως να διδαχθούν άλλο μάθημα.–