Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

.

.
Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.
Μέσα απ΄αυτές τις σελίδες που ακoλουθούν θέλω να μάθει όλος ο κόσμος για Τους Αγίους, τις Εκκλησιές και τα Μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Μπορείτε να μου στείλετε την Ιστορία του Ναού σας ή του Μοναστηρίου σας όπως και κάποιου τοπικού Αγίου/ας της περιοχής σας nikolaos921@yahoo.gr

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης
κάνετε κλικ στην φωτογραφία

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Ὁσίου Συμεών Ν. Θεολόγου



(Καὶ διδασκαλία γιά ἐκείνους πού λένε, ὅτι δέν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνοι πού βρίσκονται μέσα στίς φροντίδες τοῦ κόσμου νά φτάσουν στήν τελειότητα τῶν ἀρετῶν.)
agiosSymewnTheodohosδελφοὶ καὶ πατέρες εἶναι καλὸ νά διακηρύτταμε σὲ ὅλους τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νά φανερώναμε στούς πλησίον μας τὴν εὐσπλαχνία  καὶ τὴν ἀνείπωτη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς. «Ἐγὼ λοιπόν, καθὼς τὸ βλέπετε, μήτε νηστεῖες ἔκανα, μήτε ἀγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, Ἀλλὰ μόνο ταπεινώθηκα καὶ ὀ Κύριος σύντομα μὲ ἔσωσε», λέει ὁ θεῖος Δαβίδ. Καὶ μπορεῖ νά πεῖ πολὺ πιὸ σύντομα. «μόνο πίστεψα, καὶ μὲ δέχτηκε ὁ Κύριος» Ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ αὐτά πού μᾶς ἐμποδίζουν νά ἀποκτήσουμε τὴν ταπείνωση, νά βροῦμε ὅμως τὴν πίστη δέν μᾶς ἐμποδίζει τίποτε.

Γιατὶ ἂν τὸ θελήσομε ὁλόψυχα, εὐθὺς ἐνεργεῖ μέσα μας ἡ πίστη ἀφοῦ  εἶναι δῶρο τοῦ θεοῦ καὶ φυσικὸ προσόν, ἂν καὶ ὑπόκειται στήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεως μας. Γι’ αὐτὸ ἀκόμη καὶ οἱ Σκύθες καὶ οἱ βάρβαροι πιστεύουν ὁ ἔνας τὰ λόγια τοῦ ἄλλου. Καὶ γιά νά σᾶς δείξω στήν πράξῃ τὴν ἐνέργεια τῆς ἐνδιαθέτης πίστεως καὶ νά βεβαιώσω ὅσα εἶπα, ἀκοῦστε νά σᾶς διηγηθῶ κάτι πού ἄκουσα ἀπὸ κάποιον πού δέν ψεύδεται. Κάποιος, Γεώργιος ὀνομαζόμενος, νέος στήν ἡλικία, ἕως εἴκοσι χρόνων, κατοικοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη τώρα στούς καιροὺς μας, ὁ ὁποῖος ἦταν ὄμορφος καὶ φανταχτερὸς στήν ἐμφάνιση, τοὺς τρόπους καὶ τὸ βάδισμα.  Ἔτσι πού μερικοὶ ἀπὸ τούτα σχημάτισαν κακὴ γνώμη γι’ αὐτόν, ὅσοι δηλαδὴ βλέπουν μόνο τὰ ἐξωτερικὰ καὶ κρινοῦν κακῶς τὰ τῶν ἄλλων. Αὐτὸς γνωρίστηκε μὲ κάποιον ἅγιο μοναχό πού ζοῦσε σ’ ἕνα μοναστῆρι τῆς πόλεως, καὶ ἀναθέτοντάς του ὅλα τὰ τῆς ψυχῆς του, ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν γιά ὑπενθύμιση μία μικρὴ ἐντολὴ (ἕνα σύντομο κανόνα). Ὃ νέος ζήτησε ἀκόμη ἀπὸ τὸν γέροντα νά τοῦ δώσει κανένα βιβλίο πού νά περιέχει διηγήσεις γιά τή ζωή τῶν μοναχῶν καὶ τὴν πρακτικὴ τους ἀσκήσῃ. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε νά διαβάσει τὸ σύγγραμμα τοῦ Μοναχοῦ Μάρκου πού διδάσκει περὶ τοῦ πνευματικοῦ νόμου,  τὸ ὅποιο ὁ νέος τὸ πῆρε σὰν νά ἦταν σταλμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Καὶ ἐλπίζοντας πώς θὰ λάβει πολὺ μεγάλη ὠφέλεια ἀπὸ αὐτό, τὸ διάβασε ὅλο μὲ πόθο καὶ προσοχή. Καὶ ὠφελήθηκε βέβαια ἂπ’ ὅλα ὅσα διάβασε, ὅμως τρία κεφάλαια μόνο ἐνσφήνωσε, ἂς πῶ ἔτσι, στήν καρδία του. Τὸ ἕνα ἔλεγε ἐπὶ λέξει: «Ἂν ζητᾶς τή θεραπείᾳ τῆς ψυχῆς σου, ἐπιμελῆσου τή συνείδησή σου, καὶ νά κανεὶς ὅσα αὔτη σοῦ ὑποδεικνύει, καὶ θὰ βρεις ὠφέλεια». Τὸ ἄλλο Ἔλεγε: «Ὁποῖος ζητᾶ τίς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προτοῦ νά ἐργαστεῖ τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, εἶναι παρόμοιος μὲ ἀγορασμένο δοῦλο, ὁ ὁποῖος τὴν ἴδια ὥρα πού ἀγοράστηκε ζητᾶ νά τοῦ δώσουν καὶ τὸ χαρτὶ τῆς ἀπελευθερώσεως». Καὶ τὸ τρίτο ἔλεγε: «Ἐκεῖνός που προσεύχεται σωματικὰ καὶ δέν ἀπέκτησε ἀκόμη γνώση πνευματική, εἶναι παρόμοιος μὲ τὸν τυφλό πού φώναζε «Υἱὲ Δαβίδ, ἐλεησὸν μέ». Ὅταν ὁ πρῴην τυφλὸς ἔλαβε τὸ φῶς του καὶ εἶδε τὸν Κύριο, δέν τὸν ὀνόμασε πλέον υἱὸ Δαβίδ, ἀλλὰ τὸν ὁμολόγησε Υἱὸ Θεοῦ καὶ τὸν προσκύνησε». Αὐτὰ λοιπὸν τὰ διάβασε ὁ νέος ἐκεῖνος καὶ τὰ θαύμασε, καὶ πίστεψε ὅτι μὲ τὴν ἐπιμέλεια τῆς συνειδήσεως θὰ βρεῖ ὠφέλεια καὶ μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν θὰ δεχτεῖ συνειδητὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ τή χάρη Του θ’ ἀνοίξουν τὰ νοερὰ του μάτια καὶ θὰ δεῖ τὸν Κύριο. Καὶ πληγωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου, ζητοῦσε πλέον τὸ Πρῶτο Κάλλος, τὸ ἀόρατο. Τίποτε ἄλλο ὅμως δέν ἔκανε,  καθὼς μὲ βεβαίωσε ὑστέρα μὲ ὅρκους, παρὰ μόνο ἐκτελοῦσε κάθε βραδὺ τὸ σύντομο κανόνα πού τοῦ ὅρισε ὁ Ἅγιος ἐκεῖνος γέρων, καὶ τότε πλαγιαζε καὶ κοιμόταν. Καὶ καθὼς ἡ συνείδηση τοῦ ἔλεγε: «Κάνε κι ἄλλες μετάνοιες, πρόσθεσε κι ἄλλους ψαλμούς, πές κι ἄλλο τὸ Κύριε ἐλεησόν, ἀφοῦ μπορεῖς», αὐτὸς ὑπάκουε σ’ αὐτὴν πρόθυμα κι ἀδίστακτα κι ἔτσι ἔπραττε, σὰν να τὰ ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καὶ ἀπὸ τότε πλέον δέν κοιμήθηκέ ποτε μὲ τή συνείδηση νά τὸν ἐλέγχει καὶ νά λέει: «Αὐτὸ γιατὶ δέν τὸ ἔκανες;». Κι ἔτσι, ὑπακούοντας αὐτὸς χωρὶς παράλειψη στή συνείδηση του κι ἐκείνη προσθέτοντας μέρα μὲ τή μέρα περισσότερο, σὲ λίγες μέρες αὐξήθηκε πολὺ ἡ ἐσπερινὴ προσευχή του. Κατὰ τή διάρκεια τῆς ἡμέρας εἶχε τὴν ἐπιστασία τοῦ σπιτιοὺ ἑνὸς πατρικίου κι εἶχε πολλὲς βιοτικὲς φροντίδες καὶ πήγαινε κάθε μέρα στό Παλάτι. Ἔτσι κανεὶς δέν ἀντιλήφθηκε ὅσα αὐτὸς ἔπραττε τὸ βραδύ. Ἄλλα κάθε βραδὺ ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ ματία του δάκρυα κι ἔκανε πολλὲς γονυκλισίες καὶ μετάνοιες καὶ ὅταν στεκόταν σὲ προσευχὴ εἶχε τὰ πόδια κολλημένα μεταξὺ τους καὶ ἀκίνητα καὶ διάβαζε εὐχὲς στή Θεοτόκο μὲ πόνο καὶ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα καί, σὰν νά ἦταν ὁ Κύριος παρὼν σωματικά, ἔτσι ἔπεφτε ἐμπρὸς στά ἄχραντα πόδια Του καὶ ὡς τυφλὸς τοῦ ζητοῦσε νά τὸν σπλαχνιστεῖ καὶ νά τοῦ χαρίσει τὸ φῶς τῶν ματιῶν τῆς ψυχῆς του,  καὶ καθὼς πλήθαινε κάθε βραδὺ ἡ προσευχή, κρατοῦσε ὡς τὰ μεσάνυχτα, κι ὅση ὥρα προσευχόταν, στεκόταν ὄρθιος σὰν κολόνα ἢ σὰν ἀσώματος, χωρὶς διόλου νά χαλαρώνει ἢ νά ῥᾳθυμεῖ ἢ ἔστω νά κινεῖ κανένα μέλος τοῦ σώματος του, μήτε τὰ μάτια του νά στρέψει ἢ να τὰ σηκώσει.
Ἕνα βραδὺ λοιπόν, ποὺ ἤταν ὄρθιος κι ἔλεγε τὸ «Ὃ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» μὲ τὸ νοῦ μᾶλλον παρὰ μὲ τὸ στόμα, ἔξαφνα φανερώθηκε πλούσια ἀπὸ ψηλὰ μιά ἕλλαμψι θεϊκὴ καὶ γέμισε ἀπὸ φῶς ὅλο τὸν τόπο καὶ ὁ νέος ἁγνόησε καὶ λησμόνησε ἂν βρισκόταν μέσα σὲ σπίτι ἢ ἂν ἤταν κάτω ἀπὸ στέγῃ, γιατὶ παντοῦ ἔβλεπε μόνο φῶς καὶ δεν ἤξερε μήτε ἂν πατοῦσε στῇ γῆ. Οὔτε φόβο εἶχε μήπως πέσει, οὔτε καμία φροντίδα τοῦ κόσμου, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ ὅσα ταιριάζουν σὲ ἀνθρώπους πού ἔχουν σῶμα περνοῦσε ἀπὸ τὸ λογισμὸ του. Ἄλλα μένοντας τελείως μέσα στό ἄυλο φῶς, τοῦ φαινόταν πώς ἔγινε καὶ αὐτὸς φῶς καὶ λησμόνησε ὅλο τὸν κόσμο κι ἦταν ὅλος γεμάτος ἀπὸ δάκρυα κι ἀπὸ ἀνεκφράστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. καὶ ὑστέρα ἀπὸ τοῦτο ἀνέβηκε ὁ νοῦς τοῦ στόν οὐρανὸ κι ἐκεῖ εἶδε ἄλλο φῶς λαμπρότερο ἀπὸ τὸ γύρῳ του,  καὶ κοντὰ σ’ ἐκεῖνο τὸ φῶς τοῦ φάνηκε νά στέκεται ὁ ἅγιος καὶ ἰσάγγελος ἐκεῖνος γέροντας πού τοῦ ἔδωσε, ὅπως εἴπαμε, τὴν ἐντολὴ καὶ τὸ βιβλίο.
Αὐτὰ ἔγιναν ὅπως ὁ Θεὸς γνωρίζει, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ πραγματοποίησε γιά λόγους πού μόνο Ἐκεῖνος ξέρει, ἐνῶ ὁ νέος δέν ἔκανε τίποτε περισσότερο ἀπὸ ὅσα ἀκούσατε, πλὴν εἶχε ὀρθὴ πίστη καὶ ἀδίστακτη ἐλπίδα. Καὶ μὴν πεῖ κανείς, πὼς ἐκεῖνος τὰ ἔκανε αὐτὰ γιά νά δοκιμάσει, γιατὶ αὐτὸς μήτε μὲ τὸ λογισμὸ του εἶπε μήτε κἀν σκέφτηκε κάτι τέτοιο —ἐπειδὴ ὁποῖος δοκιμάζει ἢ πειράζει τὸ Θεό, δέν ἔχει πίστη. Ἄλλα ἀπορρίπτοντας ὁ νέος ἐκεῖνος κάθε ἄλλον ἐμπαθῆ καὶ φιλήδονο λογισμό, φροντίζε τόσο πολὺ —ὅπως ἔλεγε μὲ ὄρκο— νά πραγματοποιεῖ ἐκεῖνα πού τοῦ ἔλεγε ἢ συνείδησή του, ὥστε σὲ ὅλα τὰ ἄλλα αἰσθητὰ πράγματα τοῦ κόσμου νά εἶναι σὰν ἀναίσθητος καὶ δέν ἤθελε μήτε νά φάει ἢ να πίει ἡδονικὰ ἢ συχνότερα.
Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, τὶ κατορθώνει ἡ πίστη στό Θεό, ὅταν βεβαιώνεται μὲ τὰ ἔργα; Καταλάβατε πώς μήτε ἡ νεότητα εἶναι ἀπορριπτέα, μήτε τὸ γῆρας ὠφέλιμο, ἂν λείπει ἡ συνέση καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; Μάθατε ὅτι μήτε ἡ παραμονὴ στήν πόλη μᾶς ἐμποδίζει νά ἐργαστοῦμε τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἂν ἔχομε προθυμία καὶ ἐγρήγορση, μήτε ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀναχωρήση ἀπὸ τὸν κόσμο μᾶς ὠφελοῦν ἂν βρισκόμαστε σὲ ῥᾳθυμία καὶ ἀμέλεια;
                Σ’ Αὐτὸν ἀνηκεῖ ἢ δόξᾳ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.